Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011 _ Γ. Λαμπρόπουλος "Μητροπολιτικές ταραχές εργατικής νεολαίας σε Αγγλία, Γαλλία και Ελλάδα. Μια πρώτη συγκριτική αντιπαραβολή"

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΖΗΤΟΥΜΕΝΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
α. Παρουσίαση της ερευνητικής πρότασης

   Η παρούσα πρόταση έχει ως ερευνητικό αντικείμενο τα συγκρουσιακά φαινόμενα που εμφανίζονται με αυξανόμενη ένταση τις τελευταίες δεκαετίες στις καπιταλιστικές μητροπόλεις, ανάμεσα σε ταξικά προσδιορισμένα νεολαιίστικα υποκείμενα[1] και τις αστυνομικές δυνάμεις, με αιτία σύγκρουσης τον έλεγχο του δημόσιου χώρου και την διαχείριση του ελεύθερου χρόνου. Χρησιμοποιούνται τρία συγκρουσιακά ερευνητικά παραδείγματα που εκτυλίχθηκαν σε διαφορετικές χώρες, χρόνους και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, για να αναδειχθούν τα κοινά σημεία κυρίως στα πεδία των δομών των πολιτικών ευκαιριών. Ως ερευνητικά παραδείγματα θα χρησιμοποιήσουμε συγκρουσιακά επεισόδια από την Αγγλία, την Γαλλία και την Ελλάδα που πήραν την μορφή, λίγο ως πολύ,  νεολαιίστικων εξεγέρσεων. Πρόκειται για την εξέγερση λευκών και έγχρωμων νεολαίων στην συνοικία Brixton του Ν. Λονδίνου, τον Απρίλη του 1981, την εξέγερση στα προάστια (banlieu) της Γαλλίας από δεύτερης και τρίτης γενιάς μετανάστες το φθινόπωρο του 2005, καθώς και τις συγκρούσεις στην Ελλάδα το 1985, γύρω από την περιοχή των Εξαρχείων (καταλήψεις Χημείου Μάη/Νοέμβρη και Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη).
 


β. Το θεωρητικό πλαίσιο και τα ερευνητικά ζητούμενα

   Όπως ειπώθηκε ήδη, δύο πρώτα ερευνητικά ζητούμενα, είναι να αναδειχθούν μέσα από την διαφορετικότητα των ερευνητικών παραδειγμάτων, εκείνοι οι κοινοί τόποι που δύνανται να συγκροτήσουν κάποια θεωρητικά/ιστορικά συμπεράσματα για το προς μελέτη συγκρουσιακό φαινόμενο, που χάριν συντομίας αποκαλώ «μητροπολιτικές ταραχές».
   Ταυτόχρονα, ένας πιο «υπόγειος» στόχος διαπερνά την ερευνητική πρόταση, ένας ερευνητικός στόχος που ενώ συγκροτεί σε επίπεδο ορισμών την όλη πρόταση, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στα προαναφερθέντα ερευνητικά ζητούμενα για να μπορέσει να τεκμηριωθεί. Αυτός ο στόχος είναι να διερευνηθεί η αλληλεπίδραση μεταξύ των νεολαιίστικων υποκουλτούρων και των συγκρουσιακών κινημάτων, διευρύνοντας το πεδίο ορισμού των κοινωνικών κινημάτων, με τέτοιον τρόπο ώστε να μην χάνεται μεν η θεωρητική βάση στην οποία στηρίζεται η μελέτη της συγκρουσιακής πολιτικής, να μπορούν να μελετηθούν δε και φαινόμενα που «απαξιώνονται» τρόπον τινά ως «απολίτικα» από την ίδια θεωρητική βάση.
   Τα συγκρουσιακά φαινόμενα που θα μελετηθούν, πράγματι, διαφέρουν, με μια πρώτη ματιά τουλάχιστον, από τον «κλασσικό» ορισμό των κοινωνικών κινημάτων σε πολλά σημεία, κυριότερα από τα οποία είναι ότι, σε μεγάλο βαθμό, τους λείπουν οι ρητά εκφρασμένοι διεκδικητικοί στόχοι και δεν εμπεριέχουν οργανωμένες εκστρατείες με βάση τις οποίες να διατυπώνουν αιτήματα προς εκπλήρωση από τις αρχές. Σε μεγάλο βαθμό, αυτά τα φαινόμενα όταν δεν παίρνουν μεγάλη έκταση στην δημόσια σφαίρα, τοποθετούνται, από την κοινωνική επιστήμη, από την κυρίαρχη ιδεολογία ή ακόμα και από παραδοσιακά κοινωνικά κινήματα και την αριστερά, στους τομείς της νεανικής παραβατικότητας και εγκληματικότητας. Έτσι απογυμνώνονται από τα όποια πολιτικά χαρακτηριστικά φέρουν και απομονώνονται από τους υπόλοιπους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες.
   Όταν πάλι, συνήθως μετά από κάποια αστυνομική δολοφονία ή ξυλοδαρμό νεαρού, αυτές οι υπόγειες συγκρούσεις εκρήγνονται με την μορφή ευρύτερων ταραχών ή και κοινωνικών εξεγέρσεων, οι παραπάνω φορείς μένουν «έκπληκτοι» από τον «μηδενισμό» των υποκειμένων, την «απουσία αιτηματικού λόγου» και την έλλειψη παραδοσιακών κινηματικών μορφών έκφρασης. Η συγκεκριμένη έρευνα, λοιπόν, στοχεύει να μελετήσει κοινωνικές εκρήξεις και φαινόμενα που θεωρεί ότι πηγάζουν από την ίδια μήτρα που ξεπηδούν όλα τα συγκρουσιακά κινήματα, καταρρίπτοντας ταυτόχρονα διάφορα κυρίαρχα στερεότυπα που τα απόπολιτικοποιούν και καταδεικνύοντας που έγκεινται οι διαφοροποιήσεις των συγκεκριμένων φαινομένων από τα «παραδοσιακά» κινήματα.
   Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα στοχεύει να αναδείξει ως κεντρική αιτία αυτών των συγκρούσεων τον έλεγχο των δημόσιων χώρων της μητρόπολης, ο οποίος διεκδικείται τόσο από τα νεολαιίστικα δίκτυα (παρέες, «συμμορίες», καταλήψεις) όσο και από τις αστυνομικές δυνάμεις. Η υπόθεση αυτή βασίζεται στο έντονο αίσθημα τοπικότητας και στους κοινοτικούς δεσμούς που πάντα χαρακτήριζαν την εργατική τάξη και την νεολαία της, τοπικότητα και κοινοτικοί δεσμοί που απειλούνται από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση, όπως αυτή εκφράζεται από την κατάρρευση των προνοιακών πολιτικών, την πολεοδομική ανάπτυξη και την μετανάστευση που διαλύει/μεταλλάσσει τις παραδοσιακές εργατικές γειτονιές και τέλος την αυξανόμενη αστυνομοκρατία και εγκαθίδρυση πολιτικών μηδενικής ανοχής.
   Ταυτόχρονα γίνεται η υπόθεση, ότι στις συγκεκριμένες συγκρούσεις ο τόπος και ο χρόνος μεταφέρονται από τον παραδοσιακό χώρο και τον χρόνο παραγωγής (που μπορούμε να κωδικοποιήσουμε ως «φορντικό εργοστάσιο») στον  σύγχρονο τόπο παραγωγής υποκειμενικοτήτων και νοημάτων και στον χρόνο κατανάλωσης αυτών, στον τρόπο δηλαδή αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου της εργατικής νεολαίας σε αυτό που κωδικοποιούμε ως «μεταφορντικό κοινωνικό εργοστάσιο». Αυτή η υπόθεση πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τις αναλύσεις που έχουν προκύψει από το ρεύμα της ιταλικής αυτονομίας (ή ιταλικού εργατισμού), γύρω από τις έννοιες του κοινωνικού εργοστασίου και της προλεταριακής αυτοαξιοποίησης, η οποία επιτίθεται στο κατεστημένο πλέγμα εμπορευματικών σχέσεων[2]. Υποστηρίζεται δηλαδή ότι αυτές οι κινήσεις της εργατικής νεολαίας, αποτελούν αιτία σύγκρουσης με τις κυβερνώσες ελίτ, οι οποίες νοιώθουν ότι απειλείται η αναπαραγωγή των κυρίαρχων παραγωγικών κι εμπορευματικών σχέσεων.
   Πάνω σε αυτήν την βάση, αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης και το κατά πόσον οι συγκρούσεις και ο λόγος που εκφέρεται από τα νεολαιίστικα υποκείμενα κατέχουν την θέση διεκδικητικών πράξεων και λόγου, αν και σπανίως εκφέρονται με την μορφή (της παραδοσιακής κινηματικής) αιτηματολογίας προς τις κρατικές αρχές. Όπως και το κατά πόσον το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης μεταλλάσσει το ίδιο το κοινωνικό/πολιτικό περιβάλλον που την παράγει  (μετάλλαξη κράτους πρόνοιας σε κράτος ασφάλειας), οδηγώντας σε όξυνση της καταστολής ή και σε νέες μορφές ενσωμάτωσης, που απέχουν όμως αρκετά από τον «παραδοσιακό» τρόπο ερμηνείας των κοινωνικών κινημάτων.


γ. Μεθοδολογία οι δομές πολιτικών ευκαιριών κι η επίδραση τους στα υπό εξέταση συγκρουσιακά φαινόμενα

   Το ερευνητικό πεδίο πάνω στο οποίο εκτυλίσσεται η συγκριτική έρευνα, οι δομές πολιτικών ευκαιριών, δεν επιλέχθηκε τυχαία σε σχέση με το υπό μελέτη φαινόμενο. Το πεδίο των πολιτικών ευκαιριών είναι το πλέον κατάλληλο να καταδείξει την ορθολογικότητα και «πολιτικότητα» των εν λόγω φαινομένων, προσφέροντας έτσι και τις πλέον στέρεες βάσεις για να επιχειρηθεί η τοποθέτηση τους στην ίδια μήτρα με τα συγκρουσιακά κοινωνικά κινήματα.
   Ορίζοντας τις δομές των πολιτικών ευκαιριών ως τις διαστάσεις του πολιτικού περιβάλλοντος οι οποίες  όταν μεταβάλλονται δημιουργούν κίνητρα για συλλογική δράση, έχουμε έναν αρκετά κατάλληλο ορισμό και για τα τρία υπό μελέτη συγκρουσιακά παραδείγματα. Κι αυτό γιατί κι η Αγγλία της Θάτσερ κι η Γαλλία λίγο πριν την άνοδο του Σαρκοζύ κι η Ελλάδα της «Αλλαγής» προσφέρουν με την πρώτη ματιά ένα μεταβαλλόμενο κοινωνικό/πολιτικό πλαίσιο, οι μεταβολές του οποίου βιώνονται ως ευκαιρίες ή απειλές για την διεξαγωγή συλλογικών αγώνων ενάντια στο ίδιο το θεσμικό πλαίσιο. Αυτός ο γενικός ορισμός όμως δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως «πανάκεια» η οποία θα δημιουργεί μια εξίσωση «θεσμική μεταβολή→κινηματική δράση», γιατί ταυτόχρονα και στις 3 χώρες που αναφέραμε τις ίδιες εποχές πολλά καταπιεσμένα κοινωνικά υποκείμενα παρέμειναν αδρανή.
   Με την ίδια λογική θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να χρησιμοποιήσουμε τα αναλυτικά εργαλεία των «ικανών και των αναγκαίων συνθηκών» για την διενέργεια κινηματικών δράσεων και χωρίς  να σπαταλήσουμε μεγάλη ποσότητα ερευνητικού χρόνου, να καταλήξουμε στα εξής συμπεράσματα: Η ικανή συνθήκη για να ξεσπάσει ένα σοβαρό συγκρουσιακό επεισόδιο, όπως αυτά που μελετάμε στο Brixton, στο Clichy-sous-Bois ή στα Εξάρχεια, είναι να υπάρξει μια δολοφονία ενός νέου από τις αστυνομικές δυνάμεις. Όσο για τις αναγκαίες συνθήκες επίσης πολύ εύκολα θα μπορούσαμε να αναπαραγάγουμε τα δημοσιογραφικά στερεότυπα ή τις ανακοινώσεις των κομμάτων της αριστεράς, στην προσπάθεια τους «να καταλάβουν την οργή των νέων»: Η ανεργία, η υποαπασχόληση, η «μαύρη» επισφαλής εργασία, η ταξικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης σε γειτονιές-ghetto, οι ελλείψεις/περικοπές στην προνοιακή πολιτική και προφανώς η αστυνομική βαρβαρότητα σκιαγραφούν επίσης το πλαίσιο μέσα από το οποίο γεννιούνται τέτοιου είδους συγκρούσεις. Με μια δεύτερη ματιά όμως, οι αστυνομικές δολοφονίες σε τέτοιες περιοχές είναι παραπάνω από τις εξεγέρσεις που ξέσπασαν, ενώ οι αναγκαίες συνθήκες που αναφέρθησαν διαφοροποιούνται στην κάθε υπό μελέτη περίπτωση, ανάλογα με τις τοπικές και χρονικές ιδιαιτερότητες.
   Σε αντίθεση με τις εύκολες μηχανιστικές απαντήσεις που συνδέουν τις μεταβολές στο δομικό πλαίσιο με τις κινηματικές αντιστάσεις σε ένα μονοδιάστατο μοντέλο αιτίας-αποτελέσματος, είναι ερευνητικά πιο χρήσιμο ο ορισμός των δομών πολιτικών ευκαιριών να τροποποιηθεί συμπεριλαμβάνοντας τις μεταβολές στο ισοζύγιο οικονομικών/πολιτικών/συμβολικών πόρων μεταξύ συμμάχων-αντιπάλων μετά από κάθε μεταβολή του θεσμικού πλαισίου, τροποποίηση που δίνει σημαντικό χώρο στην ίδια την υποκειμενική συλλογική δράση η οποία αντιδρά στις μεταβολές του θεσμικού πλαισίου. Με άλλα λόγια, θα ήταν προτιμότερο αντί να ψάχνουμε απλά ποιες συνθήκες είναι ικανές και αναγκαίες να προκαλέσουν εξεγέρσεις, ν’ αναλύσουμε την αλληλεπίδραση αυτών των συνθηκών με την (προ)υπάρχουσα δράση των συλλογικών υποκειμένων μέσα στο κοινωνικά και χρονικά διαφοροποιούμενο ιστορικό πλαίσιο της κάθε περίπτωσης. Αυτή η ερευνητική μέθοδος σε καμία περίπτωση δεν αρνείται την προοπτική μακροϊστορικών και πιο αφαιρετικών συμπερασμάτων, εφ’ όσον άλλωστε αναλύονται παρεμφερή φαινόμενα, απλώς τοποθετεί αυτήν την διαδικασία στο στάδιο που της αναλογεί: Στο πεδίο της εξαγωγής συμπερασμάτων που επαληθεύουν ή διαψεύδουν κάποιες βαρύνουσες αρχικές ερευνητικές υποθέσεις[3].
Εν κατακλείδι, για τα ερευνητικά φαινόμενα που έχουν επιλεχθεί, θεωρώ ότι αποδεικνύονται χρήσιμα τα μεθοδολογικά εργαλεία που έχουν προτείνει οι Goldstone/Chilly, προσπαθώντας να επεξηγήσουν την πολυπλοκότητα των εννοιών των πολιτικών ευκαιριών και απειλών. Ως πολιτικές ευκαιρίες θα αναλύσουμε:
α. το επίπεδο της κρατικής αποδυνάμωσης (λόγω μεταβολών στο θεσμικό πλαίσιο)
β. την λαϊκή υποστήριξη προς την κινητοποίηση
γ. το ισοζύγιο ισχύος μεταξύ κινηματικών συμμάχων και αντιπάλων
δ. τις κινηματικές προσδοκίες (υποκειμενικοί/υλικοί λόγοι κινητοποίησης)
Ως πολιτικές απειλές θα αναλύσουμε:
α. το κόστος δράσης ή απειλή καταστολής
β. το κόστος αδράνειας ή υφιστάμενη απειλή (τον λόγο συνήθως της κινητοποίησης) [4].




2.    ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΙΑΚΩΝ ΕΠΕΙΣΟΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΗ ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΣΥΝΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ


І.  Οι συγκρούσεις στο Brixton (1981)

«Δεν στρεφόμαστε ενάντια στην λευκή κοινότητα, αλλά ενάντια στην αστυνομία. Μας μεταχειρίζονταν σαν ζώα. Τώρα γνωρίζουν ότι δεν είναι πια τόσο εύκολο κάτι τέτοιο.»
η αιτία των συγκρούσεων σύμφωνα με τα λόγια ενός νεαρού μαύρου[5]

 Ερευνητικά συμπεράσματα: Ευκαιρίες και απειλές που αναδείχθηκαν στις συγκρούσεις

α. Κρατική αποδυνάμωση

   Από το γεγονός ότι η Θάτσερ επιζητούσε να βάλει τάξη στο απεργιακό και συγκρουσιακό «χάος» των προηγούμενων χρόνων, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στον διαρκή ανταγωνισμό του βρετανικού κράτους με τις υποτελείς τάξεις, οι τελευταίες είχαν αρχίσει να «κερδίζουν έδαφος».
   Εξαιτίας της όξυνσης του ταξικού ανταγωνισμού και της έκρηξης των υποκειμενικοτήτων και των κινηματικών αντιπαραθέσεων στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, είχε συντελεστεί μια ιδεολογική αποδυνάμωση του βρετανικού κράτους. Η οικονομική κρίση επισφράγιζε το τέλος της αυξητικής πορείας των μισθών, όπως και την δυνατότητα του κράτους να αποσπά την συναίνεση των υποτελών τάξεων μέσω ενός συνδυασμού αύξησης της καταναλωτικής τους δύναμης και. προνοιακών παροχών (κεϋνσιανό και σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο ανάπτυξης μέσω του κράτους πρόνοιας). Πάνω σε αυτήν την συναίνεση της βρετανικής εργατικής τάξης στηριζόταν άλλωστε η ιμπεριαλιστική πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας, κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα. Όμως χωρίς αυτήν την συναίνεση, το κύρος του κράτους αποδυναμώνεται, εμφανίζεται πλέον ως ένας μηχανισμός χωρίς σχέδιο απέναντι στην κρίση, αδύναμος να διασφαλίσει αυτά που είχε υποσχεθεί στους πολίτες του.
   Στα υπό εξέταση συγκρουσιακά επεισόδια, αυτή η υλική και ιδεολογική κρατική αποδυνάμωση, στον δρόμο παίρνει την μορφή της αδυναμίας της (φημισμένης για την αποτελεσματικότητα της) βρετανικής αστυνομίας να επιβληθεί έναντι των «ταραξιών». Μάλιστα, όπως συμβαίνει συνήθως στις εξεγέρσεις, μόλις τα συγκρουόμενα νεολαιίστικα υποκείμενα αντιλήφθηκαν την αδυναμία του (ως τότε παντοδύναμου) εχθρού, όξυναν, πολλαπλασίασαν κι επέκτειναν τις «αντάρτικες» επιθέσεις τους, αιφνιδιάζοντας ακόμα περισσότερο τον ήδη αιφνιδιασμένο εχθρό[6].

β. Λαϊκή υποστήριξη προς τις κινητοποιήσεις

   Όσον αφορά την λαϊκή υποστήριξη προς τις κινητοποιήσεις, παρατηρείται η συμπάθεια/υποστήριξη των γηραιότερων μεταναστών προς τους απογόνους τους[7]. Οι εργατικές και μεταναστευτικές κοινότητες αντιμετωπίζουν ως ξένα σώματα, ως εχθρικούς εισβολείς στην κοινότητα τους, τις αστυνομικές δυνάμεις, λόγω ακριβώς της συμπεριφοράς τους απέναντι τους.[8] Δεν είναι μόνο η συμπεριφορά της αστυνομίας απέναντι στους απογόνους τους, είναι η εν γένει αυταρχική της και γεμάτη ρατσιστικές προκαταλήψεις συμπεριφορά απέναντι σε όλα τα μέλη της κοινότητας, που έτυχε να κατοικούν σε περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί από το κράτος ως «επικίνδυνες», που επιφέρει μια διαγενεακή και διαταξική  συσπείρωση της κοινότητας.[9]
   Η υποστήριξη των μεγαλύτερων της κοινότητας, αποτέλεσε σίγουρα το ισχυρότερο πολιτικό όπλο των ταραχών, γιατί ακριβώς φανέρωνε το κοινωνικό μέγεθος ενός προβλήματος που το βρετανικό κράτος κι οι μηχανισμοί του προσπαθούσαν να το αποπολιτικοποιήσουν ως πρόβλημα νεανικής παραβατικότητας και δημοσίας τάξης. Κατέδειξε το φυλετικό και ταξικό background που εν είδη «ιστορικού απωθημένου» εμφανίστηκε μαζί με την συγκρουσιακή έκρηξη, όπως και το έλλειμμα συναίνεσης συνολικά των μεταναστών στην πολιτική που ασκείται γι’ αυτούς χωρίς αυτούς.
   Μια παράμετρος που είναι αδύνατον να παραβλέψουμε, είναι η κριτική στην κυρίαρχη ρητορική περί ενσωμάτωσης των μεταναστών, που ασκείται μέσω τέτοιων συγκρούσεων. Αν και οι ίδιοι οι γονείς δεν στερούνται βιογραφικού αγώνων, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι ήλπιζαν σε μια διαδικασία ενσωμάτωσης μέσω της εργασίας και της υποταγής τους στα κελεύσματα της πολιτικής του βρετανικού κράτους, μια προσδοκία αποθαρρυντική για τη διενέργεια ανοιχτών συγκρούσεων από την πρώτη γενιά των μεταναστών. Από την στιγμή όμως που οι απόγονοι τυπικά έχουν ενσωματωθεί, δηλαδή γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο βρετανικό έδαφος κι έχουν τα πλήρη δικαιώματα ενός βρετανού πολίτη, έχουν πλέον κάθε δικαίωμα να διαμαρτύρονται για το αντίτιμο της υπομονής των γονιών τους που τους επιστρέφεται, τον ταξικό αποκλεισμό με βρετανική ιθαγένεια.  Και φαίνεται ότι έτσι η διαμαρτυρία των παιδιών εκφράζει και την αδυναμία αντίδρασης, την μακροχρόνια σιωπή των γονιών,  που τώρα πλέον μπορεί να αρθρωθεί ως στήριξη των παιδιών τους που προβαίνουν, όντας γεννημένοι στην Αγγλία, σε συγκρούσεις απαγορευμένες για μια γενιά που φτάνει ως ξένη σε ένα τόπο.

γ. Το ισοζύγιο ισχύος μεταξύ κινηματικών συμμάχων και αντιπάλων

   Στο ισοζύγιο ισχύος μεταξύ κινηματικών συμμάχων και αντιπάλων, ήδη οι ταραχοποιοί νέοι μεταναστευτικής καταγωγής έχουν  πέρα από τη βαρύνουσα υποστήριξη των γονιών και μια ιστορικής σημασίας συνεργασία, με νέους βρετανικής καταγωγής, με τους οποίους μοιράζονται διαφορετικό χρώμα, αλλά ίδια συναισθήματα απέναντι στον αντίπαλο (αστυνομία, κυρίαρχες ελίτ). Η συνεργασία αυτή είναι, άλλωστε, που αλλάζει ραγδαία και την ίδια την δυναμική της σύγκρουσης.[10] Αν η εξέγερση είχε μόνο την συμπαράσταση της πρώτης γενιάς μεταναστών, θα περιοριζόταν αποκλειστικά στο πιο υποτιμημένο κομμάτι της εργατικής τάξης της Αγγλίας, τους μετανάστες, το οποίο όντας διαχωρισμένο από την υπόλοιπη εργατική τάξη, δεν θα μπορούσε παρά να θέτει αντιρατσιστικά ζητήματα ενσωμάτωσης. Όμως, η συμμετοχή λευκών νέων της εργατικής τάξης σε μια εξέγερση που ξεκινάει από μαύρους νέους της εργατικής τάξης, υποδηλώνει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τα ευρύτερα ταξικά χαρακτηριστικά των ταραχών.
   Επίσης, αν επρόκειτο για μια επισφαλή συμμαχία με μόνο ενοποιητικό στοιχείο τον εχθρό (αστυνομία) που κάνει τον εχθρό του φίλο μας, η ταξικότητα των συγκρούσεων θα ήταν αμφισβητήσιμη[11]. Αν εμβαθύνουμε στις ρίζες αυτής της, «απροσδόκητης» για τους μεγαλύτερους, συνεργασίας, θα δούμε την επικοινωνία/αλληλεπίδραση που είχε αναπτυχθεί όλο το προηγούμενο διάστημα στις εργατικές γειτονιές ανάμεσα σε νεανικές παρέες λευκών και μαύρων. Συνεκτικό στοιχείο που επέτρεψε αυτήν την αλληλεπίδραση ήταν εκείνες οι νεανικές υποκουλτούρες, τα ταξικά σημαινόμενα των οποίων σε επίπεδο στυλ (π.χ. το παραδοσιακό αρρενωπό εργατικό στυλ των λευκών mods/skinheads, το οποίο υπήρξε αντιγραφή των δυτικοϊνδών Rude Boys) και ιδεολογίας (π.χ. εργατική υπερηφάνεια, συνείδηση του «one law for them and one law for us», μότο που συναντιέται στους στίχους βρετανικών punk/oi συγκροτημάτων) μεταδίδονταν ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματος. Ας σημειωθεί επίσης ότι αυτή η συμμαχία δεν έγινε σε ένα ταξικό έδαφος «παρθένο» από φυλετικές προκαταλήψεις και αντιπαρατιθέμενα πολιτισμικά υπόβαθρα. Εκεί που η μεταναστευτική κουλτούρα δεν παρέπεμπε σε αντιστασιακά/ταξικά μηνύματα, αλλά σε ανατολικούς/αφρικάνικους κόσμους μακρινούς για την κουλτούρα των δυτικών νέων, το χρώμα του δέρματος εμφανιζόταν ως παράγοντας σύγκρουσης στο εσωτερικό της εργατικής τάξης.  Ή πάλι στην περίπτωση των λευκών skinheads, αυτοί συναναστρέφονταν με παρέες Τζαμαϊκανών, όσο τους ένωνε η κουλτούρα του δρόμου κι απομακρύνθηκαν και στράφηκαν εναντίον τους, όταν αυτοί άρχισαν να μετατοπίζονται προς τους πιο αφρικανικούς κώδικες της reggae, ενώ αγαπημένη τους συνήθεια ήταν το ξυλοκόπημα Πακιστανών[12].
   Συνοψίζοντας όσον αφορά το ισοζύγιο ισχύος μεταξύ κινηματικών συμμάχων και αντιπάλων, μπορούμε να κάνουμε την εξής ταξινόμηση: Στην πλευρά των νέων μεταναστευτικής καταγωγής βρίσκεται μια μερίδα της λευκής εργατικής νεολαίας, μια ακόμα μικρότερη μερίδα της νεολαίας μεσαίων στρωμάτων, οι τοπικές εργατικές κοινότητες στις οποίες σημειώνονται οι συγκρούσεις, οι διαμεσολαβητικοί θεσμοί στους οποίους συμμετέχουν άτομα της κοινότητας καθώς και οργανώσεις της αριστεράς. Στον αντίποδα τους, πίσω από την πολιτική της επιβολής της τάξης σε «επικίνδυνες για την δημόσια ασφάλεια» γειτονιές στοιχίζονται οι κατασταλτικοί (αστυνομία) και ιδεολογικοί (ΜΜΕ) μηχανισμοί του κράτους, οι (κατά κύριο λόγο) αστικής προέλευσης ψηφοφόροί του Συντηρητικού Κόμματος, μικρές ομάδες νέων της εργατικής τάξης με ρατσιστικές/εθνικιστικές αντιλήψεις (neo-Nazi skinheads) και το ακροδεξιό κόμμα του Εθνικού Μετώπου (National Front)[13].
  Αυτό το ισοζύγιο φανερώνει με την πρώτη ματιά ότι η υπεροχή του κράτους σε κεντρικό πολιτικό και θεσμικό επίπεδο ισορροπείται από την υπεροχή των συγκρουόμενων στο μικροεπίπεδο των κοινωνικών σχέσεων και στην αδυναμία του κράτους τόσο να τους διαχωρίσει με βάση την φυλετική καταγωγή και την ηλικία, όσο και να στηρίξει θεσμούς  κοινωνικής διαμεσολάβησης που θα απέτρεπαν τις συγκρούσεις. Από πολλές πηγές αναφέρεται η ευνοϊκή για την εξάπλωση των ταραχών σημασία της μετατόπισης στο ισοζύγιο ισχύος των λευκών νέων και των μαύρων γονιών στο πλευρό της δεύτερης γενιάς μεταναστών. Αυτή η μετατόπιση φαίνεται να αιφνιδιάζει το κράτος. Η «επιχείρηση Βάλτος» υποθέτουμε ότι είχε ως στόχο την αντιμετώπιση της παραβατικής συμπεριφοράς της έγχρωμης νεολαίας του Μπρίξτον, σε καμιά περίπτωση όμως δεν περίμενε να τα βάλει με μια ολόκληρη κοινότητα λευκών και μαύρων, νέων και μεγαλύτερων που θεωρεί το κράτος επικίνδυνο κι όχι τους νέους, από τους οποίους το κράτος υποστηρίζει ότι θέλει να τους προστατέψει.
   Τέλος, η καταστολή της εξέγερσης δεν γίνεται λόγω της υπεροχής σε επίπεδο θεσμικής δύναμης του κράτους και των συμμάχων του. Η αδυναμία κοινωνικής απομόνωσης και απονοηματοδότησης της εξέγερσης, είναι αυτή άλλωστε που επιτρέπει την επανάληψη των συγκρουσιακών επεισοδίων μέχρι και το 1985. Στην τελική επικράτηση του κράτους, θεωρούμε ότι βαραίνει η ουδετερότητα απέναντι στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, ενός μεγάλου κομματιού της αγγλικής εργατικής τάξης, που κοινωνικά εκφράζεται μέσα από συνδικαλιστικούς φορείς και πολιτικά εκφράζεται από το Εργατικό Κόμμα. Όπως ήδη αναφέραμε, στην σύγκρουση των συνδικάτων με την συντηρητική κυβέρνηση το 1985 αναδείχθηκε η αδυναμία  κοινής αγωνιστικής συμπόρευσης σε επίπεδο, κυρίως, αξιακών πλαισιώσεων των λευκών νέων της εργατικής τάξης με τους απεργούς πατεράδες τους. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τον παραγωγικό διαχωρισμό της εργατικής τάξης με βάση την φυλετική καταγωγή (οι βρετανοί εργάτες απασχολούνται σε διαφορετικούς τομείς από τους μετανάστες εργάτες κι αναπτύσσουν διαφορετικές και πολλές φορές ανταγωνιζόμενες κουλτούρες κι αξιακές πλαισιώσεις), οδήγησε στη μη συνάντηση των δυο κεντρικών συγκρούσεων που αντιμετώπισε το Βρετανικό Κράτος την δεκαετία του ’80, στους χώρους εργασίας και στους δρόμους.

δ. Κινηματικές προσδοκίες: Η παράνομη εργασία, οι υποκουλτούρες κι ο έλεγχος της γειτονιάς  

   Με βάση τις κινηματικές προσδοκίες που εκφράζουν τα ίδια τα υποκείμενα, τις απαντήσεις στο «γιατί όλα αυτά;» που δίνουν, δεν προκύπτει πουθενά, από μια πρώτη ματιά τουλάχιστον, να επιβεβαιώνονται οι κυρίαρχες αφηγήσεις των αριστερών κομμάτων κι οργανώσεων, περί της ανεργίας και της κακής ποιότητας ζωής ως κινητήριων αιτιών μάχης για μια άλλη συνθήκη (που θα καθοριζόταν π.χ. από σταθερή εργασία και μια πολεοδομική ανάπλαση που θα αναλάμβανε το κράτος κι όχι οι ιδιώτες, όπως συνήθως αφήνει να εννοηθεί ο αιτηματικός λόγος αυτών των οργανώσεων). Το αντίθετο: «Δεν υπάρχει μέλλον σε μια τίμια ζωή», «Έχω δουλέψει σαν ‘γορίλας’ και θα μπορούσα να βρω την ίδια δουλειά και σήμερα. Αλλά δεν έχω καμιά ελπίδα να κάνω τίποτα άλλο από το να ξυπνάω νωρίς και να ξοδεύω τα χρήματα μου σε εισιτήρια, αν πάω κάπου τη νύχτα με την φιλενάδα μου φοβάμαι ότι θα συλληφθώ. Μπορώ να κάνω μια καλύτερη ζωή με το επίδομα ανεργίας», «Μας αρέσει να είμαστε έξω στους δρόμους και μας αρέσει η μουσική μας – αυτό που θέλουμε είναι να μας αφήσετε ήσυχους»[14], «Έχουμε όλοι δουλειά, αλλά θέλουμε την ανταρσία»[15], «Δεν θα ανεχτούμε να πυροβολούν τους δικούς μας πισώπλατα». Πρέπει να ξέρουν ότι έχουν ξαναρχίσει τον πόλεμο»[16],  «Μας μεταχειρίζονταν σαν ζώα. Τώρα γνωρίζουν ότι δεν είναι πια τόσο εύκολο κάτι τέτοιο»[17].
   Σύμφωνα, λοιπόν, με αρκετά ερευνητικά δεδομένα μια από τις κύριες αιτίες της ανταρσίας είναι η ίδια η ανταρσία. «Η μάχη σκοπεύει απλά στο να νικηθεί η αστυνομία και να ‘κάνουν ψώνια χωρίς λεφτά’»[18]. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι τέτοιου είδους συγκρουσιακά γεγονότα συνδέονται  σ’ ένα βαθμό με τα καινούργια κινηματικά δεδομένα που εμφανίστηκαν από τα «νέα κοινωνικά κινήματα» μετά τον «παγκόσμιο Μάη του ’68».[19] Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να εμβαθύνουμε στην κινηματική προσδοκία της ήττας της αστυνομίας στους δρόμους. Η αστυνομική παρουσία στο έδαφος της γειτονιάς τους, γίνεται αντιληπτή ως έλεγχος, ταπείνωση και καταπίεση κι αυτό ισχύει για τους εξεγερμένους νέους ανεξαρτήτων χρώματος, αν και οφείλουμε να σημειώσουμε ότι στην έγχρωμη νεολαία ξυπνάει μνήμες από το αποικιακό παρελθόν της Βρετανικής Αυτοκρατορίας[20]. Οι αστυνομικοί τους «αντιμετωπίζουν σαν ζώα», οπότε η εξέγερση κι η σύγκρουσή είναι ο μόνος τρόπος διεκδίκησης της αξιοπρέπειας τους, υπεράσπισης των συμφερόντων τους ως κοινότητα, όσο το ισχύον θεσμικό πλαίσιο αποκλείει άλλες διεξόδους.
   Όμως σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για μια «βεντέτα» χωρίς υλικές αιτίες σύγκρουσης. Σε αυτές τις χαρακτηρισμένες ως «επικίνδυνες» από το κράτος περιοχές, οι νέοι που εμφανίζονται ως «άνεργοι», περνούν τον χρόνο της ζωής τους αξιοποιώντας τον σύμφωνα με το δικό τους «στυλ ζωής», ένα «στυλ» όμως που απέχει από το παραδοσιακό τρόπο ζωής της φορντικής εργατικής τάξης, όπου η επιβίωση κι η κουλτούρα συνδέεται με την μόνιμη μισθωτή εργασία. Η επιβίωση, όπως διαφαίνεται από τις πηγές και από την «επικινδυνότητα» της περιοχής, βασίζεται για πολλούς νέους σ’ ένα δίκτυο υπόγειας και «μαύρης» οικονομίας, πους συνήθως σχετίζεται με το εμπόριο ναρκωτικών ουσιών, την μουσική και γενικά τα σχετιζόμενα με τις αναπτυσσόμενες σ’ αυτά τα εδάφη υποκουλτούρες, πολιτισμικά προϊόντα. Τα κέρδη από αυτήν την παράνομη οικονομία, φαίνεται ότι για πολλούς νέους συμπληρώνουν τα επιδόματα ανεργίας και τους προσφέρουν έτσι το αναγκαίο εισόδημα για να μπορέσουν να ζήσουν μια ζωή χωρίς τις εγγυήσεις της επίσημης αγοράς εργασίας (π.χ. ένσημα), αλλά με άπλετο ελεύθερο χρόνο προς αξιοποίηση για τις πολιτισμικές δραστηριότητες στις οποίες αρέσκονται. Δίπλα σε αυτήν την υπόγεια εμπορευματική οικονομία φαίνεται ότι αναπτύσσεται κι ένα δίκτυο αντι-εμπορευματικής αξιοποίησης χρόνου, δημοσίων χώρων (δρόμοι και κατειλημμένα κτίρια) και πολιτιστικών προϊόντων (π.χ. κασέτες και μουσικά έντυπα/fanzines, τα οποία μαζί με τις αυτοσχέδιες συναυλίες και τα πάρτι γύρω από ένα sound system συνιστούν μια υπόγεια ως προς την επίσημη μουσική βιομηχανία σκηνή). Τέλος, είναι αυτονόητο ότι ένα τέτοιο αυτοτροφοδοτούμενο κι αυτονοηματοδοτούμενο παραγωγικό/καταναλωτικό δίκτυο «εκπαιδεύει τους ανθρώπους στη μη νομιμότητα, σε έναν τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς πέρα από τα όρια που κρίνει αποδεκτά το κράτος»[21].
   Κι ανάποδα, η αστυνομική προσπάθεια ελέγχου αυτών των γειτονιών δεν ψεύδεται όταν βάζει στο ιδεολογικό της επίκεντρο την έννοια της ασφάλειας, απλώς πίσω από αυτήν την έννοια κρύβονται πολλά παραπάνω από την ιδεολογική προπαγάνδα περί «μαύρων εγκληματιών». Κατ’ αρχήν τα επιδόματα ανεργίας στο καπιταλιστικό σύστημα, είναι ένα είδος προνοιακής παροχής που δεν παρέχεται από το κράτος έτσι ώστε οι νέοι να μην δουλεύουν, αλλά για να μπορούν να επιβιώσουν όσο θα ψάχνουν για μια νέα δουλειά. Όμως οι νέοι αυτών των γειτονιών, με την βοήθεια της υπόγειας οικονομίας βρήκαν τρόπο να αξιοποιούν τα επιδόματα έτσι ώστε να μην χρειάζεται να πιάσουν μια «κανονική» δουλειά. Έπειτα κι ο τρόπος αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου που επιλέγουν οι νέοι γειτονιών όπως το Μπρίξτον, αντιπαρατίθεται στην κυρίαρχη καταναλωτική ηθική, όπου τα λεφτά από την δουλειά αξιοποιούνται για το κεφάλαιο μέσω της αγοράς υπηρεσιών από τις βιομηχανίες της διασκέδασης και του ελεύθερου χρόνου. Όπως κι η αυτό-αξιοποίηση δημοσίων χώρων για διασκέδαση αντιπαρατίθεται στην κυρίαρχη εμπορευματική προσταγή όπου η διασκέδαση είναι συνυφασμένη με την πληρωμή αντιτίμου για την είσοδο σε έναν ιδιωτικό χώρο. Συνολικά, βλέπουμε ότι οι συγκεκριμένες υποκουλτούρες της μαύρης και της λευκής νεολαίας που κυριαρχούν στο Μπρίξτον υπονομεύουν την αναπαραγωγή των εμπορευματικών/καπιταλιστικών σχέσεων, τόσο στο παραγωγικό όσο και στο καταναλωτικό πεδίο. Ή με άλλα λόγια «εάν οι νέοι πράγματι μαθαίνουν να διασκεδάζουν μέσα από μια ψυχαγωγία που δεν ‘κερδήθηκε’, τότε η έννοια της ψυχαγωγίας που ‘κερδήθηκε’ μπαίνει σε αμφισβήτηση»[22], κι αμφισβητείται τόσο η ψυχαγωγία που απαιτεί οικονομικό αντίτιμο, όσο κι η δουλειά που προσφέρει αυτό το αντίτιμο.
   Συνεπώς η προσπάθεια της αστυνομίας να θέσει υπό τον έλεγχο της τους δημόσιους χώρους αυτών των περιοχών, κρύβει την επιδίωξη να αποκατασταθούν οι διασαλευθείσες καπιταλιστικές σχέσεις κι εμπορευματικές αξίες. Αυτή είναι μια λειτουργία που στα πλαίσια της κεϋνσιανής ρύθμισης την αναλαμβάνουν  ιδεολογικοί μηχανισμοί παραγωγής της συναίνεσης, όπως το σχολείο, η οικογένεια, τα ΜΜΕ κτλ. Δεν χρειάζεται και πολύ εμβάθυνση στο περιεχόμενο των συγκεκριμένων υποκουλτούρων που αναπτύσσονται στο Μπρίξτον για να κατανοήσει κι ο πιο απλός παρατηρητής ότι αυτή η συναίνεση, αυτών των μηχανισμών βρίσκεται στο ιδεολογικό επίκέντρο της «αντίστασης μέσω της μουσικής» που διαδίδουν, αλλά και σε κάποια από τα λόγια και τις πράξεις νέων που συμμετείχαν στις ταραχές[23]. Η αστυνομία είναι η μόνη εναλλακτική μετά την αποτυχία των μηχανισμών κατασκευής της συναίνεσης να διασφαλίσουν την ομαλή αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων.
   Μια τέτοιου μεγέθους σύγκρουση βέβαια συνήθως έχει πιο γήινα επίδικα: Στην περίπτωση μας, το ποιος ελέγχει την Frontline, η αστυνομία, ή οι νεαροί κάτοικοι που περνάνε την ώρα τους στον δρόμο, πίνοντας, καπνίζοντας και ακούγοντας «reggae» και «ska», έξω από τα στέκια τους που συχνάζουν τον χειμώνα και τα οποία είναι πολύ πιθανό να αποτελούν την δίοδο τους για την υπόγεια οικονομία. Η αστυνομία προσπαθεί να περιπολεί στην Frontline και να εισβάλλει σε  μαγαζιά που πιστεύει ότι γίνεται παράνομο εμπόριο. Στο Μπρίστολ το ’80 όταν εισέβαλλε σε ένα τέτοιο μαγαζί, έγινε η πρώτη προειδοποιητική έκρηξη. Ένα χρόνο μετά στο Μπρίξτον, η αστυνομία ξεκινάει την «επιχείρηση-Βάλτος» και εισβάλλει σε σπίτια και μαγαζιά της γειτονιάς πυροδοτώντας έτσι την βόμβα που βρισκόταν κρυμμένη υπόγεια στα στέκια της εργατικής νεολαίας, ανά την Μ. Βρετανία.
   Κλείνοντας την ενότητα των κινηματικών προσδοκιών, από τις πηγές φαίνεται ότι υπάρχει κι άλλο ένα επίδικο, το οποίο αφορά αποκλειστικά το μεταναστευτικής καταγωγής υποκείμενο που βρίσκεται στην καρδιά της σύγκρουσης. Η ρατσιστική προκατάληψη του βρετανικού κράτους απέναντι τους, είτε μέσω των διακρίσεων των αστυνομικών εναντίον τους όταν τους πετυχαίνουν στον δρόμο, είτε μέσω της μη-παρέμβασης τους όταν τους επιτίθενται νεοναζί skinheads. Δεν είναι τυχαίο, ότι είναι το μόνο πεδίο αντιπαράθεσης πάνω στο οποίο το κράτος υποστηρίζει ότι θα δώσει λύση μέσω των προτάσεων του Σκάρμαν και από την άλλη οι επιτροπές των κατοίκων υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μια μεσοβέζικη λύση  που δεν αναγνωρίζει το δομικό πρόβλημα του ρατσισμού στα θεσμικά όργανα του κράτους κι οπότε δεν μπορεί να δώσει λύση. Ανεξάρτητα πάντως από το αποτέλεσμα της σύγκρουσης, που μάλλον δεν επιφέρει ριζικές αλλαγές στην αμοιβαία πολεμική καχυποψία αστυνομικών-νεαρών, η ίδια η σύγκρουση είναι η μόνη που αναγκάζει το κράτος να επανεξετάσει το νομικό τους οπλοστάσιο στο συγκεκριμένο τομέα, κι αυτό από μόνο του είναι μια ανεπίσημη απόδειξη της πολιτικότητας το ζητήματος της αστυνομικής καταστολής αυτών των γειτονιών και της συνολικότερης αστυνομικής παρουσίας στους δημοσίους χώρους. Κι ότι αυτές οι «απολίτικες» συγκρούσεις ήταν οι μόνες που κατάφεραν να θέσουν αυτό το «πολιτικότατο» ζήτημα, όπως δεν είχε καταφέρει κανένας θεσμικός φορέας ως τότε.

ε. Κόστος αδράνειας και κόστος δράσης

   Το κόστος αδράνειας συνιστά ουσιαστικά την κινητήρια απόφαση μιας εμπλοκής, αυτό που βγαίνει αυθόρμητα από τους εμπλεκόμενους ως απάντηση στο «γιατί, τι θα κερδίσετε;».  «Μας μεταχειρίζονταν σαν ζώα. Τώρα γνωρίζουν ότι δεν είναι πια τόσο εύκολο κάτι τέτοιο». Μέσω της σύγκρουσης, τα υποκείμενα γνωρίζουν ένα χειροπιαστό αποτέλεσμα στην καθημερινή τους ζωή που τους τονώνει ψυχολογικά σε σχέση με την πρότερη καταπιεσμένη και αλλοτριωμένη («ζωώδη») κατάσταση. Μετά την σύγκρουση, είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος κι η αστυνομία αρχίζει να τους αντιμετωπίζει με περισσότερη προσοχή. Αρχίζει με αλλά λόγια να τους υπολογίζει, γιατί μέσω της σύγκρουσης απέκτησαν κοινωνική κι οπότε πολιτική δύναμη, που δύναται να αντιπαρατεθεί στην κατασταλτική αυθαιρεσία.
   Παρ’ όλα αυτά, πριν πάρουν την απόφαση να συγκρουστούν και συγκροτηθούν ως μαχητικό συλλογικό υποκείμενο, νομίζουμε βαραίνει περισσότερο η προσδοκία του να μην αλλάξει μια καθημερινότητα μέσα στην οποία βρίσκουν χώρο και χρόνο. «Μας αρέσει να είμαστε έξω στους δρόμους και μας αρέσει η μουσική μας – αυτό που θέλουμε είναι να μας αφήσετε ήσυχους». Είναι δηλαδή και η ψυχολογική πρόκληση της εισβολή ενός ξένου υποκειμένου (αστυνομία) σε μια κοινότητα που έχει χτίσει δικές της σχέσεις ισορροπίας, είναι και η μουσική, το ποτό και το χασίς, ο τρόπος ικανοποίησης, δηλαδή, της «αρχής της ηδονής» έναντι της «αρχής της απόλαυσης», όπως θα σημείωνε ο Herbert Marcuse[24], είναι όλα αυτά μαζί και πολύ παραπάνω είναι η ανησυχία του να μην μπορούν στο μέλλον να είναι «ήσυχοι», λόγω της κατασταλτικής απειλής: Να ζουν συνεχώς με τον φόβο ότι η αστυνομία θα ανακαλύψει τις μικρές ή μεγάλες παραβατικές πράξεις, μέσω των οποίων καταφέρνουν να ζουν «ήσυχοι» με την μουσική και τις ουσίες που τους αρέσει να καταναλώνουν. Ή να αναγκαστούν λόγω της κατασταλτικής απειλής να αλλάξουν τρόπο ζωής, να προσπαθήσουν να βρουν σταθερή εργασία και να μετακομίσουν κάπου αλλού, να κυνηγήσουν δηλαδή κι αυτοί τον «κομφορμιστικό», τον «μικροαστικό» τρόπο ζωής, απέναντι στον οποίο συγκροτούνται οι υποκουλτούρες και οι κοινότητες τους ως συλλογικές ταυτότητες. Άλλωστε, όπως είδαμε και παραπάνω, αυτή η κινηματική προσδοκία της μη αλλαγής μάλλον έχει μια υλική και δη χρηματική βάση για αρκετά, λίγα ή πολλά μέλη τέτοιων κοινοτήτων (επιβίωση μέσω της μαύρης εργασίας).
   Απέναντι σ’ αυτές τις κινηματικές προσδοκίες αντιπαρατίθεται το κόστος δράσης, η απειλή που ενυπάρχει λόγω της κατασταλτικής σκλήρυνσης της στάσης της αστυνομίας κατά την διάρκεια των συγκρούσεων. Ήδη το τετραήμερο πριν ξεκινήσουν οι συγκρούσεις στο Μπρίξτον είχαν συλληφθεί 120 περίπου άτομα, ανάμεσα σε 1000 περίπου ελέγχους που έγιναν. Προφανώς ο φόβος της προσαγωγής, της σύλληψης, του να κατηγορηθείς για παράνομες πράξεις κι αντίσταση κατά της αρχής θα υπήρχε σε μεγάλο βαθμό. Όταν αντιμετωπίζεις αυτή την απειλή με το να προβαίνεις και σ’ άλλες παράνομες πράξεις, την ρίψη εύφλεκτων και μη αντικειμένων στις αστυνομικές δυνάμεις, σημαίνει ότι κατάφερες να ξεπεράσεις συλλογικά το κόστος δράσης, τον φόβο για τις συνέπειες της σύγκρουσης. Το κόστος δράσης επανέρχεται, όμως, λίγο πριν την λήξη της συγκρουσιακής αντιπαράθεσης, ειδικότερα όταν έχει να αντιμετωπίσει μια κατασταλτική σκλήρυνση της στάσης της αστυνομίας, με την αύξηση του αριθμού των συλλήψεων, την ρίψη χημικών και την χρήση LandRover που κατευθύνονται πάνω στο συγκρουόμενο πλήθος και την ανακοίνωσης νέων μέτρων που περιλαμβάνουν στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους συλληφθέντες. Ο φόβος της σύλληψης αυξάνεται και σ’ αυτόν προστίθεται ο φόβος του τραυματισμού ή ακόμα και θανάτου, γεγονός που δεν μπορεί παρά να απομονώνει τα υποκείμενα που συγκρούονται από τα κοινωνικά υποκείμενα που τους υποστηρίζουν με την παρουσία τους στον δρόμο (π.χ. μεγαλύτεροι μετανάστες). Αν το κόστος δράσης ξεπερνιέται στην αρχή των συγκρουσιακών επεισοδίων μπροστά στο μέγεθος του κόστους αδράνειας, επανέρχεται λίγο πριν την λήξη αυτών των επεισοδίων για να σηματοδοτήσει μια προσωρινή οπισθοχώρηση/ανακωχή, με βάση την οποία θα μπορούσαν να μετρηθούν τα κέρδη κι οι απώλειες της σύγκρουσης και η κινηματική δράση να διοχετευθεί προς την ποινική και πολιτική υπεράσπιση των συλληφθέντων, προς την μείωση δηλαδή του μεγέθους του κόστους δράσης λόγω της συλλογικής αλληλεγγύης και πίεσης προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσης των συλληφθέντων των συγκρούσεων[25].





ІІ. Η εξέγερση στα γαλλικά προάστεια το Φθινόπωρο του 2005

«Mort pour rien»
 («νεκρός για το τίποτα», slogan σε t-shirt που φορούσαν νέοι από τα προάστεια σε σιωπηλή πορεία που πραγματοποίησαν στην μνήμη των Zyed Benna και Bouna Traoré, των δυο εφήβων που σκοτώθηκαν στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν από αστυνομικό έλεγχο στο Παρισινό προάστειο  Clichy-sous-Bois)

Ερευνητικά συμπεράσματα: Ευκαιρίες και απειλές που αναδείχθηκαν στις συγκρούσεις

α. Κρατική αποδυνάμωση

«‘Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφοσύνη’. Που τα είδατε; Τώρα ο λόγος τους είναι: ‘Καταστολή – Καταστολή – Καταστολή’»[26]

   Το γαλλικό κράτος λίγο πριν ξεσπάσει η εξέγερση του φθινοπώρου στα προάστια βρισκόταν σε μια κρίσιμη και μεταβατική περίοδο. Στα ίδια τα προάστια οι ταραχές κι ένα αίσθημα «ανομίας» κι «ανασφάλειας» με ποινικούς όρους ήταν σταθερές που οξύνονταν για μια δεκαπενταετία τουλάχιστον. Στο ευρύτερο επίπεδο της εργατικής/προλεταριακής νεολαίας, όλα τα προηγούμενα χρόνια το γαλλικό κράτος αδυνατούσε να την πειθαρχήσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποδεχτεί τις, απαραίτητες για την ομαλή αναπαραγωγή της καπιταλιστικής σχέσης, νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις. Η κινηματική δύναμη της νεολαίας στην Γαλλία παρέμενε μια σταθερά από τον Μάη του ’68 κι έπειτα κι εκφραζόταν με την μαζική και μαχητική συμμετοχή νέων σε μαθητικά και φοιτητικά κινήματα που ζητούσαν και συνήθως επιτύχαιναν την (μερική) απόσυρση κεντρικών εκπαιδευτικών/εργασιακών αναδιαρθρώσεων. Σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, επίσης, ήταν εμφανής μια πολιτισμική κρίση σε σχέση με τον ρόλο της Γαλλίας σε μια όλο και πιο πολυπολιτισμικά διευρυνόμενη Ε.Ε., μια κρίση που πήρε και θεσμικές διαστάσεις με το «όχι» στο δημοψήφισμα του Μάιου του 2005 για την αποδοχή του Ευρωσυντάγματος.
   Η σημαντικότερη όμως κρίση ήταν η παταγώδης αποτυχία όλων των θεσμών εργασιακής/πολιτισμικής ενσωμάτωσης των παιδιών των μεταναστών στην γαλλική κοινωνία. Η δεύτερη/τρίτη γενιά των αράβικής/βορειοαφρικανικής καταγωγής μεταναστών εξακολουθούσε να αισθάνεται ξένη στην χώρα που γεννήθηκε, παρά τα μέτρα ενσωμάτωσης που είχαν παρθεί από τις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις την δεκαετία του ’80, μετά τον πρώτο συγκρουσιακό κύκλο (’80-’85). Αυτό συνεπάγεται μια μακροχρόνια κρίση συναίνεσης/πειθάρχησης ενός σημαντικού κομματιού του νεανικού προλεταριακού πληθυσμού στην Γαλλία, κρίση συναίνεσης και πειθάρχησης που εκφράζεται αρχικά στο εκπαιδευτικό και στο εργασιακό έδαφός[27], έπειτα στο έδαφος της κουλτούρας και της οικογένειας[28] και εντέλει στους δρόμους που κινούνται οι συγκεκριμένοι νέοι, όντας άνεργοι ή «απασχολήσιμοι».
   Αυτή η κρατική αποδυνάμωση στο επίπεδο της ομαλής αναπαραγωγής του πειθαρχικού μεταφορντιστικού μοντέλου εκπαίδευσης-εργασίας-κατανάλωσης στον εργατικό πληθυσμό των προαστίων και η συνακόλουθη αποδυνάμωση στο επίπεδο της ιδεολογικής ηγεμονίας του γαλλικού κράτους στις συνειδήσεις του νεανικού πληθυσμού αυτών των περιοχών, δεν έρχεται σε αντίφαση με την κρατική ενδυνάμωση στο πεδίο της καταστολής και του αστυνομικού ελέγχου στα προάστια. Αντίθετα, υπάρχει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ των δυο αυτών τάσεων, σχέση που αναπτύχθηκε ως συνέπεια όλων των μέτρων ενσωμάτωσης και ταυτόχρονης καταστολής που πάρθηκαν ως απάντηση στις εξεγέρσεις των νέων όλο το προηγούμενο διάστημα (1980-2005). Η υπόρρητη και ατομικά εκφραζόμενη απόρριψη του νέου μοντέλου οργάνωσης της καπιταλιστικής αναπαραγωγής οδηγούσε όλα αυτά τα χρόνια τους νέους να αναζητούν διεξόδους ατομικής επιβίωσης και κοινοτικής ένταξης εκτός των επισήμων θεσμών του γαλλικού κράτους.
   Κεντρικό μοντέλο οργάνωσης που εξυπηρετεί αυτούς τους σκοπούς αποτελεί η δομή της παρέας/συμμορίας που δραστηριοποιείται στο μικροεπίπεδο της εργατικής γειτονιάς. Κατ’ αρχήν, μέσω αυτής της οργανωτικής δομής πολλοί νέοι εξασφαλίζουν πρόσθετο εισόδημα που συμπληρώνει τα μικρά επιδόματα ανεργίας που τους παραχωρούνται από το κράτος, πρόσθετο εισόδημα που προφανέστατα, σύμφωνα με τα ερευνητικά δεδομένα, προέρχεται από την παράνομη οικονομία των ναρκωτικών και των ληστειών/μικροκλοπών[29]. Ακόμα και για τους νέους που δεν ακολουθούν αναγκαστικά αυτήν την «καριέρα», που συνήθως περνάει κι από την απόκτηση «ντοκτορά» μέσα στις γαλλικές φυλακές,[30] η παρέα φαίνεται να είναι η μόνη διέξοδος κοινοτικής ένταξης και πολιτισμικής έκφρασης, μέσω υποπολιτισμικών δραστηριοτήτων όπως της κουλτούρας του hip-hop (graffiti, χορός breakdance, rap μουσική). Σε τέτοιου είδους παρέες η μικροπαραβατικότητα (π.χ. ευρεία κατανάλωση ελαφρών ναρκωτικών) αποτελεί έτσι κι αλλιώς καθημερινή συνήθεια, ενώ οι αξίες κι οι κώδικες που αναπτύσσονται έρχονται σε αντιπαράθεση με τις κυρίαρχες πολιτισμικές αξίες του γαλλικού κράτους.
   Συμπερασματικά, η μορφή οργάνωσης της παρέας/συμμορίας φαίνεται να έχει κερδίσει τέτοιο έδαφος στα γαλλικά προάστια που αποδυνάμωνε την όποια προσπάθεια κοινωνικής και πολιτισμικής ενσωμάτωσης στα κυρίαρχα μοντέλα και αξίες που συνοδεύουν την ιδιότητα του «γάλλου πολίτη». Η αποδυνάμωση σε αυτό το επίπεδο του γαλλικού κράτους συνδέεται διαλεκτικά με την κρατική ενδυνάμωση της αστυνομικής παρουσίας στα προάστια, της μόνης ουσιαστικά δυνατότητας που απομένει για έλεγχο/περιορισμό της παράνομης οικονομίας και πειθάρχησης του νεανικού πληθυσμού, μετά από την αποτυχία των ιδεολογικών μηχανισμών του Κράτους.

β. Λαϊκή υποστήριξη προς τις κινητοποιήσεις

   Με βάση την εκτίμηση ότι στις ταραχές του 2005 συμμετείχαν λίγο ως πολύ 10 με 15  χιλιάδες νέοι, συμπεραίνουμε εύκολα ότι πρόκειται για μια εξέγερση με σχετικά μαζική συμμετοχή του νεανικό (κι ιδιαίτερα εφηβικό) πληθυσμό των προαστίων και με μηδενική συμμετοχή του υπόλοιπου πληθυσμού αυτών των περιοχών. Αλλά και σε επίπεδο ηθικής υποστήριξης, η εξέγερση ήταν εξαρχής απομονωμένη, με την πλειοψηφία του γαλλικού πληθυσμού τόσο εντός, όσο κι εκτός προαστίων να αποδοκιμάζει την «ακραία και τυφλή» βία των νέων. Μπορούμε, παρ’ όλα αυτά να διακρίνουμε διάφορα επίπεδα (πλειοψηφικής) αποστασιοποίησης και αποδοκιμασίας, όπως και (μειοψηφικής) συμπάθειας των συγκρούσεων.
   Πρώτα και κύρια η πολεοδομική απομόνωση των προαστίων από τα κέντρα των πόλεων αντικατοπτρίζει την κοινωνική απομόνωση των συγκρούσεων. Οι ταραχές γίνονταν για την πλειοψηφία του υπόλοιπου πληθυσμού κάπου μακριά από την ζωή και την καθημερινότητα του, σε περιοχές που δεν έχει κανέναν λόγο να επισκεφθεί, αφού χρησιμεύουν μόνο ως «πόλεις-υπνωτήρια» για τους κατοίκους που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να φύγουν από εκεί. Η μόνη επαφή των υπόλοιπων κατοίκων με τους ταραχοποιούς νέους συνήθως εκτυλίσσεται σε ένα περιβάλλον (τα κέντρα των πόλεων) που οι τελευταίοι το αντιλαμβάνονται ως ξένο και εχθρικό, μιας και τους υπενθυμίζει σε όλα τα επίπεδα (π.χ. συνθήκες ζωής, ευκολία πρόσβασης σε μέσα μεταφοράς, σε πανεπιστημιακούς και πολιτισμικούς χώρους, διαφημίσεις και τουριστικά αξιοθέατα) την απόσταση των προαστίων από τα «φανταχτερά» εμπορικά κέντρα των πόλεων, τους υπενθυμίζει δηλαδή την ταξική απομόνωση που τους έχει επιβληθεί ως απογόνους μεταναστών/εργατών[31]. Η εχθρότητα απέναντι σε ένα τέτοιο περιβάλλον καθόλου σπάνια δεν απέχει κι από την καχυποψία/εχθρότητα προς όσους ζουν σε αυτό το περιβάλλον κι εκδηλώνεται με μια επιθετική συμπεριφορά που έχει ως στόχο είτε, σε πολιτισμικό επίπεδο, την επίδειξη της ταυτότητας του «ατίθασου νέου από τα προάστια» (π.χ. με επεισόδια σε χώρους διασκέδασης του κέντρου, που βέβαια πολλές φορές τους αρνούνται την είσοδο λόγω ακριβώς των πολιτισμικών χαρακτηριστικών που φέρουν λόγω φυλετικής καταγωγής και κουλτούρας), είτε, σε υλικό επίπεδο, την ληστεία των «λευκών» κατοίκων, με ιδιαίτερη προτίμηση σε κινητά και άλλα καταναλωτικά αξεσουάρ που τους υπενθυμίζουν την οικονομική διαφοροποίηση τους. Σε κινηματικό επίπεδο αυτή η διαφοροποίηση εκφράζεται με την διακριτή συμμετοχή των νέων από τα προάστια στις νεολαιίστικες/φοιτητικές διαδηλώσεις του κέντρου, όπου κατεβαίνουν οργανωμένοι σε συμμορίες που επιτίθενται σε κτίρια, αστυνομικές δυνάμεις και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και σε διαδηλωτές με σκοπό να τους κλέψουν.[32] Ως αποτέλεσμα τέτοιου είδους «συναντήσεων», φαίνεται ο πληθυσμός εκτός προαστίων να αντιμετωπίζει με φόβο ή καχυποψία τις παρέες των νέων των προαστίων, ενώ τα ΜΜΕ συμβάλλουν καθοριστικά στην περιθωριοποίηση τους, μέσω της αρνητικής εικόνας που προβάλλουν για τους νέους.
   Στο εσωτερικό των προαστίων τώρα, ούτε οι γονείς των νέων φαίνεται να αντιμετώπισαν με ιδιαίτερη συμπάθεια την εξέγερση των παιδιών τους. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις (ακραίες λόγω και της ακραίας βίας που ασκήθηκε από τους νέους σε αυτές τις περιοχές), οργανώθηκαν και ομάδες περιπολίας ενηλίκων που είχαν ως στόχο να προστατέψουν τις υποδομές της περιοχής (π.χ. σχολεία) και την περιουσία τους (π.χ. αυτοκίνητα), ενώ μόνο στην Τουλούζη αυτού του είδους η περιφρούρηση είχε ως στόχο την επικοινωνία με τους νέους και την προστασία τους από τις αστυνομικές δυνάμεις[33]. Από την άλλη, οι οργανωμένες από θεσμικούς φορείς και ακροδεξιά κόμματα πορείες «ενάντια στην βία» δεν απέκτησαν ιδιαίτερα μαζικό χαρακτήρα. Αν και σίγουρα υπάρχει ένα μικρό κομμάτι «αυθεντικών» Γάλλων κατοίκων των προαστίων, και συνήθως ηλικιωμένων, που όντας δέκτες της ανασφάλειας και της εγκληματικότητας που ανθεί στην γειτονιά τους, θεωρούν ότι γι’ αυτά τα προβλήματα φταίει η άφιξη των μεταναστών[34], το μεγαλύτερο κομμάτι των (μεταναστευτικής καταγωγής») κατοίκων των προαστίων φαίνεται να κρατά μια πιο ουδέτερη προς θετική στάση (είτε σιωπής, είτε κριτικής υποστήριξης) απέναντι στις βαθύτερες αιτίες που ωθούν σε ταραχές τους γιους τους και να αντιπαρατίθεται μαζί τους για την αυτοκαταστροφικότητα που επιδεικνύουν καίγοντας τις υποδομές και τα αυτοκίνητα της γειτονιάς[35].
   Πέρα από το υλικό υπόβαθρο του σεβασμού στον θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας που βαραίνει περισσότερο σε έναν ενήλικα εργαζόμενο/συνταξιούχο παρά σ’ έναν άνεργο νέο, φαίνεται να υπάρχει ένα βαθύτερο χάσμα γενεών στις οικογένειες των μεταναστών, το οποίο εξηγείται με πολιτισμικούς όρους, που με την σειρά τους ανάγονται στο διαφοροποιημένο κοινωνικό πλαίσιο που αντιμετώπισαν οι γονείς και αντιμετωπίζουν τώρα τα παιδιά. Η πρώτη γενιά μεταναστών ήρθε στην Γαλλία επειδή της προσφέρθηκε δουλειά και οι αγώνες της ήταν εκτός από μισθολογικοί, αγώνες γύρω από την απόκτηση της ιθαγένειας και ίσων δικαιωμάτων, αγώνες που όπως είδαμε σε μεγάλο επίπεδο πέτυχαν τον στόχο τους. Η αγωνιστική κουλτούρα συνεπώς των γονιών εντάσσεται στους παραδοσιακούς διεκδικητικούς (συνδικαλιστικούς) αγώνες της εργατικής τάξης για καλυτέρευση των μισθών και την απόκτηση εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Η δεύτερη και η τρίτη γενιά των μεταναστών αντιθέτως έχει πεταχτεί εκτός του πεδίου της σταθερής εργασίας μέσα στο οποίο μπορούν να αναπτυχθούν συνδικαλιστικοί αγώνες, ενώ η γαλλική υπηκοότητα και οι «ίσες ευκαιρίες» που κατακτήθηκαν, φαντάζουν σαν ένα τυπικό δικαίωμα χωρίς καμία πρακτική εφαρμογή απέναντι στον καθημερινό αποκλεισμό που βιώνουν από τους (εκπαιδευτικούς, εργασιακούς, πολιτισμικούς κτλ.) θεσμούς του γαλλικού κράτους. Συνεπώς οι γονείς μπορούν να ταυτιστούν με τα παιδιά τους μόνο στο επίπεδο της γενικότερης άσχημης συνθήκης διαβίωσης που τους επιβάλλεται από την ζωή στα προάστια, αλλά διαφοροποιούνται απέναντι στην χωρίς θεσμικές διεκδικήσεις κι αυτοκαταστροφική κουλτούρα αντίστασης που αναπτύσσουν. Από την άλλη τα παιδιά αναγνωρίζουν στα πρόσωπα των γονιών τους την υποταγή του μετανάστη-εργάτη στην εκμετάλλευση του γαλλικού κράτους, χωρίς να (ανα)γνωρίζουν τους εαυτούς τους μέσα από τους απεργιακούς αγώνες που έδωσαν οι πρώτοι τις προηγούμενες δεκαετίες. Σ’ ένα τελευταίο επίπεδο, η κουλτούρα του δρόμου και το γενικότερο παραβατικό στυλ ζωής  που αναπτύσσουν οι παρέες των νέων έρχονται σε σύγκρουση με την γονεϊκή προσδοκία/απαίτηση για μια «ήσυχη», πειθαρχημένη ζωή που θα εξασφαλίσει την κοινωνική άνοδο/αναγνώριση στους απογόνους και την οικογένεια.
   Όμως και στο εσωτερικό της νεολαίας των προαστίων εμφανίζονται διαφοροποιήσεις ως προς το αδιέξοδο χαρακτήρα της σύγκρουσης ή την αντικοινωνική βία που εμφανίστηκε σ’ αυτές. Υποθέτουμε ότι η δραστηριοποίηση των συμμοριών στα προάστια στρέφεται πολλές φορές και ενάντια στους ίδιους τους νέους που δεν συμμετέχουν σε αυτές,[36] άλλωστε τέτοιου είδους συμμορίες από διαφορετικά προάστια συνηθίζουν να έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους για ποικίλους λόγους. Αναλόγως, κι οι πρακτικές του καψίματος των υποδομών και των αυτοκινήτων της γειτονιάς δεν πρέπει να βιώνονται ως κάτι «επαναστατικά ευχάριστο» από τους νέους που χρησιμοποιούν τους χώρους και τα αυτοκίνητα που καίγονται.[37] Ο γυναικείος νεανικός πληθυσμός των προαστίων, επίσης βρίσκεται σε μια θέση αποστασιοποήσης απέναντι στις ταραχές. Όλες οι πηγές συμφωνούν ότι στις ταραχές ήταν αρσενικού γένους, όπως κι οι παρέες που τις έφεραν σε πέρας, όπως κι ο λόγος που εκφράστηκε μέσα από αυτές. Στις χιλιάδες συλλήψεις της εξέγερσης δεν υπάρχει ούτε μια γυναίκα, υπήρξαν όμως κοπέλες ως συμπαραστάτριες στα δικαστήρια. Καθόλου τυχαία όλα αυτά. Το περιβάλλον των προαστίων, συνεπικουρούμενο από την πατριαρχική κουλτούρα της οικογένειας που αναπαράγουν οι παρέες των αγοριών,  μοιάζει ασφυκτικό για μια κοπέλα αραβικής καταγωγής, που ζητάει να αποδράσει από αυτό μέσω της εκπαίδευσης. Επίσης, όπως δήλωσε μια νεαρή Άραβας εκείνο το διάστημα «Για εμάς, στα προάστια, πρόκειται για μόνιμη απαγόρευση κυκλοφορίας»[38], υπονοώντας τις συνεχείς παρενοχλήσεις που δέχονται στον δρόμο, απέναντι στις οποίες η μαντίλα είναι ένα μέσο προστασίας.
   Τέλος, στο επίπεδο της συμπάθειας της κοινής γνώμης, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από την κάλυψη των ΜΜΕ, παρατηρείται μια μετατόπιση από την αντιμετώπιση των συγκρούσεων αποκλειστικά στο παραβατικό τους επίπεδο (που εκφράζουν κυρίως τα τηλεοπτικά κανάλια το πρώτο διάστημα των συγκρούσεων) σε μια θέση που προβάλλει και τις κοινωνικές αιτίες των φαινομένων (κυρίως ο έντυπος τύπος προς το τέλος των συγκρούσεων). Σε αυτήν την μετατόπιση συμβάλλουν και οι τοποθετήσεις συμπάθειας ως προς την κατάσταση των νέων των cite από διάσημους ποδοσφαιριστές με παρόμοια καταγωγή[39].

γ. Το ισοζύγιο ισχύος μεταξύ κινηματικών συμμάχων και αντιπάλων

   Σε επίπεδο συμμαχιών οι νέοι που συγκρούονται μπορούν να υπολογίζουν μόνο στην κοινωνική κάλυψη που τους παραχωρείται από το φιλικό, οικογενειακό κι ευρύτερα κοινωνικό περιβάλλον του τόπου διαμονής τους. Από την άλλη, οι θεσμικές και οι θρησκευτικές οργανώσεις των προαστίων καταδικάζουν την βία των παιδιών των κοινοτήτων στις οποίες εδράζονται, τοποθετούμενες έτσι στο πλευρό των συγκρουσιακών αντιπάλων, όπως καταδεικνύεται κι από τις εμπρηστικές επιθέσεις των αυτοκινήτων τους από νεαρούς των προαστίων.
   Στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο, η απομόνωση των νέων των προαστίων είναι επίσης συντριπτική. Πέρα από την άκρα Δεξιά που ζητάει απελάσεις και φυλακίσεις μεταναστών και την δεξιά που διαχειρίζεται κατασταλτικά την κρίση, η αριστερά σε όλα της τα επίπεδα φρόντισε να καταδικάσει την βία των νέων. Τόσο το σοσιαλιστικό, όσο και το κομμουνιστικό κόμμα συμφώνησαν ως πρωτεύουσας σημασίας ζήτημα την αποκατάσταση της τάξης, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις τους ως προς την στρατηγική έντασης του Σαρκοζί.[40] Αλλά και στην πλειοψηφία τους τα κόμματα της άκρας αριστεράς, αν και καταδίκαζαν ως υπαίτιο της κρίσης τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του Σαρκοζί, φρόντιζαν να αποστασιοποιηθούν από τις «αδιέξοδη» και «τυφλή» βία των νεαρών και γενικότερα από πρακτικές που δεν πηγάζουν από τους «αγώνες του εργατικού κινήματος»[41]. Η αμήχανη αυτή στάση της αριστεράς, αντανακλάται και σε κινηματικό επίπεδο. Δεν υπάρχει καμιά σχέση με τα μέσα αγώνα που επιλέγονται, δεν υπήρχε έτσι κι αλλιώς ποτέ κάποιου είδους κοινωνική ή πολιτική σχέση με τα «παιδιά» που τώρα εξεγείρονται, δεν υπάρχουν και ρητά εκφρασμένα αιτήματα τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν σε θεσμικό ή διεκδικητικό επίπεδο. Οι οργανώσεις της αριστεράς, τα μέλη των οποίων δεν ζούνε στα προάστια, μπορούν σίγουρα να ζητάνε, όπως έκαναν πάντα, σχολεία, δουλειά και ποιότητα ζωής για τα προάστια, αλλά πόσο εκφράζουν αυτά τα αιτήματα τους ίδιους τους νέους που καίνε τα σχολεία, τις εταιρείες και τις υποδομές των προαστίων στα οποία ζούνε;
    Η μόνη ενοποιητική συμμαχία που είχε κάποια βάση στην πραγματικότητα ήταν απέναντι στην κατασταλτική πολιτική του Σαρκοζί, μιας και οι οργανώσεις της αριστεράς μπορούσαν να αντιληφθούν ότι η όξυνση της τελευταίας θα χρησιμοποιείτο και ενάντια στις «παραδοσιακές» κινηματικές συγκρούσεις. Έτσι η κήρυξη του νόμου έκτακτης ανάγκης αποτέλεσε το μόνο πεδίο που μπορούσε να εκφραστεί στον δρόμο κάποιο επίπεδο συμμαχίας με τους νέους των προαστίων. Βέβαια ο διαχωρισμός είναι απόλυτος και σ’ αυτό το επίπεδο: Οι αριστερές κι αντιρατσιστικές οργανώσεις διαδηλώνουν στο κέντρο της πόλης, χωρίς τους νέους των προαστίων, με την εξαίρεση μιας πορείας στην Λυών, της πόλης που είχε πρωταγωνιστήσει στον πιο «πολιτικοποιημένο» πρώτο κύκλο συγκρούσεων της δεκαετίας του 1980, γεγονός που μάλλον είχε αφήσει αγωνιστικούς δεσμούς μεταξύ κινηματικών οργανώσεων και της νεολαίας των προαστίων. Τα ίδια πενιχρά αποτελέσματα είχαν κι όσες κινηματικές προσπάθειες έγιναν για την αλληλεγγύη στους συλληφθέντες της εξέγερσης[42].
   Περιληπτικά, η στάση της αριστεράς και κάποιων αντιρατσιστικών οργανώσεων ήταν στα λόγια «συμμαχική», έστω και κριτικά, απέναντι στις ταραχές, αλλά σε πρακτικό επίπεδο δεν επηρέασε καθόλου την δυναμική του αγώνα, πέρα από το να υπάρχει ένα ιδεολογικό αντίβαρο στην δημόσια σφαίρα απέναντι στον κυρίαρχο λόγο. Επιπροσθέτως, εκείνο το χρονικό διάστημα δεν υπήρξαν μαθητικές, φοιτητικές κινητοποιήσεις που θα μπορούσαν να προσφέρουν συμμαχίες από το κομμάτι της εκτός προαστίων νεολαίας, που επίσης αντιδρά ενάντια στην εργασιακή επισφάλεια.[43] Ο διαχωρισμός αυτός δεν εξηγείται μόνο λόγω της πολεοδομικής και ταξικής απομόνωσης και του ακραίου και εχθρικού απέναντι σε κάθε θεσμική διαμεσολάβηση τρόπου έκφρασης των συγκρουόμενων νέων. Οι ρίζες του βρίσκονται στην έλλειψη υποστήριξης της αριστεράς απέναντι στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Αλγερινών, στο αποικιακό παρελθόν, ουσιαστικά, της γαλλικής αριστεράς.[44]
       Συνοψίζοντας οι λίγες χιλιάδες νέοι των προαστίων που εξεγέρθηκαν το φθινόπωρο του 2005 είχαν απέναντι τους κατασταλτικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων από την άρα δεξιά ως την αριστερά, την συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης, τους θεσμικούς και θρησκευτικούς φορείς των προαστίων και μια μερίδα των ενηλίκων κατοίκων των προαστίων. Από την άλλη είχαν την συμπάθεια ως προς τις κοινωνικές και φυλετικές αιτίες της εξέγερσης, χωρίς συνήθως την στήριξη των μεθόδων πάλης που χρησιμοποίησαν, του συγγενικού και κοινωνικού τους περιβάλλοντος και κάποιων  αντιρατσιστικών, ακροαριστερών και αντιεξουσιαστικών οργανώσεων. Με άλλα λόγια, η ισχύς των αντιπάλων ήταν συντριπτικά μεγαλύτερη από την ισχύ των συμμάχων τους, γεγονός που εξηγεί την δυσκολία πολιτικής στήριξης και πολύ περισσότερο εξάπλωσης της εξέγερσης, όπως και την ευκολία με την οποία τελικά κατεστάλη.
   Εφ’ όσον ισχύουν τα παραπάνω μένει ένα ερώτημα; Γιατί ξέσπασε η εξέγερση με τον συσχετισμό δυνάμεων να είναι καταφανώς εναντίον της από την αρχή μέχρι το τέλος; Ήταν, δηλαδή, μια εξέγερση που θα ξεσπούσε έτσι κι αλλιώς για άλλους λόγους, χωρίς να υπάρχει καμία μετατόπιση σε επίπεδο συμμαχιών στα δυο στρατόπεδα; Μια τέτοια απάντηση θα ήταν επιφανειακή, γιατί θα αγνοούσε μια μετατόπιση ισχύος που συνέβη στο στρατόπεδο της νεολαίας των προαστίων και προβάλλεται με περηφάνια από τους ίδιους τους συμμετέχοντες, ενώ φάνηκε να είναι αναπάντεχη και για το κράτος: Πιο πριν οι νεανικές παρέες/συμμορίες των διάφορων προαστίων, συνήθως και γειτονικών δήμων, «παίζανε ξύλο» μεταξύ τους, είτε για λόγους ενίσχυσης της τοπικιστικής ταυτότητας, είτε λόγω του οικονομικού ανταγωνισμού που γεννάει η παράνομη οικονομία. Πιο πριν, όλες οι ταραχές στα προάστια ξεκινούσαν και τέλειωναν στο μέρος που σημειωνόταν μια αστυνομική δολοφονία, χωρίς να υπάρχει αλληλεγγύη από τα υπόλοιπα προάστια. Αντίθετα, το φθινόπωρο του 2005 αποδείχθηκε για πρώτη φορά ότι «όλες οι cité μπορούν να είναι ενωμένες»[45]. Αυτή η μετατόπιση δεν εξηγεί το αρχικό ξέσπασμα της εξέγερσης, όσο το πρωτοφανές φούντωμα της σε εθνικό επίπεδο, ενώ τ’ ότι ήταν ένα αναπάντεχο συμβάν για το στρατόπεδο του κράτους, επιβεβαιώνεται κι από τους φόβους για εξάπλωση της εξέγερσης και σε προάστια με παρόμοια ταξικά και φυλετικά χαρακτηριστικά, σε χώρες εκτός Γαλλίας.
   Αυτό το συμβάν, τέλος, οφείλουμε να το αξιολογήσουμε ως σημαντικό και για έναν λόγο που έχει να κάνει με το επίπεδο συνείδησης των νέων: Πιο πριν η συνείδηση των νέων που συμμετείχαν σε ταραχές προσδιοριζόταν περισσότερο από την ταυτότητα της παρέας/συμμορίας κάθε διαφορετικού προαστίου, ενώ μετά από αυτό έχει δημιουργηθεί μια ευρύτερη ταυτότητα της νεολαίας των προαστίων που συγκρούεται.[46]

δ. Κινηματικές προσδοκίες: Η παράνομη εργασία, οι υποκουλτούρες κι ο έλεγχος της γειτονιάς  

   Η πιο διαδεδομένη προσδοκία των νέων των προαστίων από τις ταραχές, ο πρώτος και κύριο λόγος για τον οποίον συμμετείχαν σε αυτές, ήταν για να γίνουν ορατοί στην δημόσια σφαίρα και να ακουστούνε![47] Όσον αφορά την ορατότητα τους, έχουν μια σειρά λόγους να νοιώθουν σα να μην υπάρχουν: Πολεοδομικός αποκλεισμός, εργασιακός/εκπαιδευτικός αποκλεισμός, τηλεοπτικός αποκλεισμός[48] και τέλος αποκλεισμός από την ίδια την ζωή (αστυνομικές δολοφονίες).  Οι ταραχές και οι φωτιές στα προάστια τους είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος που γνωρίζουνε για να γίνουν γνωστοί, από την στιγμή που δεν έχουν καμιά κινηματική δίοδο έκφρασης. Ταυτόχρονα, οι ταραχές αποτελούν ένα μέσο τόνωσης της συλλογικής συνείδησης της παρέας και της συνοικίας τους, φαίνεται μάλιστα ότι το φούντωμα της εξέγερσης στηρίχθηκε σε αυτήν την νοοτροπία του «υγιή συναγωνισμού» ανάμεσα σε παρέες από διάφορες συνοικίες που είτε ήθελαν να φανεί ότι στο προάστιο τους καίγονται περισσότερα αμάξια από αλλού, είτε ότι συμμετέχουν κι αυτές στην εξέγερση[49]
   Η υπεράσπιση των περιοχών κατοικίας τους δεν περιορίζεται σε επίπεδο φήμης. Αντίθετα, ξεκινάει από το καθημερινό επίπεδο της υπεράσπισης του τόπου δραστηριοποίησης της παρέας/συμμορίας από την αστυνομική παρουσία/απειλή. Οι ομάδες των 10-15 ατόμων που αποτελούν τους πυρήνες της εξέγερσης έχουν εξασκηθεί σε τέτοιου είδους μικρογραφίες μαχών στις γειτονιές τους, όταν προσαγάγουν κάποιον από αυτούς και προσπαθούν να τον πάρουν από τα χέρια της αστυνομίας για να καλυφθούν στην συνέχεια μέσα στις cité, την πολεοδομία των οποίων την γνωρίζουν καλύτερα από οποιονδήποτε. Η «πολεμική» αυτή σχέση με τον τόπο κατοικίας τους αντανακλά και τα αντιφατικά αισθήματα αγάπης και μίσους που νοιώθουν ως προς αυτόν: Από την μια νοιώθουν «χωρίς μέλλον», αποκλεισμένοι μέσα στις «πόλεις-υπνωτήρια», από την άλλη είναι το μόνο «υποκατάστατο» πατρίδας που (δεν) γνώρισαν[50].
   Για αρκετά όμως από τα υποκείμενα της εξέγερσης τα προάστια τους προσφέρουν και τον μόνο τρόπο επιβίωσης που έχουν γνωρίσει, πέρα από την περιοδική εργασία σε υποτιμημένες δουλειές. Οι απειλές του Σαρκοζί ότι θα «καθαρίσει» τα προάστια, έγιναν αντιληπτές ως μια πολεμική επιχείρηση ώστε να επανακτήσει το κράτος το έλεγχο πάνω στους τομείς της «μαύρης οικονομίας» που έχουν περάσει στα χέρια των παρεών/συμμοριών. Η σχέση των υποκειμένων παρ’ όλα αυτά με την μαύρη οικονομία και το εμπόριο ναρκωτικών παραμένει αντιφατική. Δεν είναι κάτι που έχουν επιλέξει ακριβώς, το βλέπουν ως την μόνη δουλειά που τους παρέχεται[51], μια δουλειά που αποφέρει κάποια χρήματα και κύρος στον τομέα δραστηριότητας[52] (το δεύτερο άλλωστε δύσκολα το αποφέρουν οι νόμιμες δουλειές που τους προσφέρονται από το κράτος). Συνεπώς, μοιάζει να δημιουργούνται δυο οικονομίες, μια ανεπίσημη δικιά τους και μια επίσημη του κράτους. Μια από τις κινηματικές προσδοκίες είναι η υπεράσπιση της πρώτης απέναντι στις δυνάμεις της δεύτερης (αστυνομία)[53].
   Όπως φαίνεται κι από την απουσία διεκδικητικών αιτημάτων, τα συγκρουόμενα υποκείμενα από την μια θέλουν να διατηρήσουν ένα αντιφατικό status qvo, το οποίο το αντιλαμβάνονται εν μέρει ως δικό τους, από την άλλη δεν έχουν κάτι το οποίο μπορούν να περιμένουν από το κράτος. Αυτό το κεντρικής σημασίας γεγονός (η απουσία αιτημάτων) πρέπει να γίνει κατανοητό στο πλαίσιο που του αναλογεί. Τα υποκείμενα μέσα στην αντιφατική του σχέση με τα προάστια, δεν ικανοποιούνται από τις λύσεις που διαχρονικά τους προσφέρει το κράτος. Η καταστολή κι η απομόνωση είναι η μια λύση απέναντι στην οποία αντιστέκονται, προφανώς. Όμως και η δεύτερη λύση, η ενσωμάτωση στην γαλλική κοινωνία, είναι μια λύση που την αντιλαμβάνονται ως εχθρική, αφού όπου αυτή εκφράζεται στα σχολεία, στις δουλειές που τους προσφέρονται, στην διασκέδαση, στην καθημερινότητα τους, τους υπενθυμίζει την κατωτερότητα τους απέναντι στο κυρίαρχο μοντέλο του «γάλλου πολίτη». Το γεγονός όμως ότι δεν ζητάνε τίποτα θετικό από το κράτος, δεν σημαίνει ότι δεν έχουν διαφόρων ειδών σημαντικά «παράπονα» από αυτό, τα οποία αναφέρονται συχνά και σηματοδοτούν μια αυτοκατανόηση των υποκειμένων περί του «τι φταίει», χωρίς όμως να διαμορφώνουν μια συνείδηση περί του «τι πρέπει να γίνει».[54] Τα δυο πιο διαδεδομένα «παράπονα»/αιτίες εξέγερσης είναι οι διακρίσεις λόγω καταγωγής και η ανεργία.
   Σε σχέση με τις φυλετικές διακρίσεις τα συγκρουόμενα υποκείμενα από την μια διαπιστώνουν καθημερινώς έναν διαχωρισμό, έναν αποκλεισμό από διάφορους θεσμούς, που τους μειώνει, τους κάνει να νοιώθουν κατώτεροι.[55] Από την άλλη, όμως, δεν μπορούν να εκφράσουν κάποιο είδους θεσμική διεκδίκηση απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, αφού (μέσω των αγώνων τους και των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών ενσωμάτωσης) το κράτος τους έχει αναγνωρίσει ως ισότιμους πολίτες σε θεσμικό επίπεδο, έχουν δηλαδή γαλλικές ταυτότητες[56]. Στο θεσμικό πεδίο των «ίσων ευκαιριών», οι αγώνες των γονιών τους έχουν πετύχει νίκες, οι οποίες όμως δεν φαίνεται να ικανοποιούν καθόλου τους απογόνους τους. Όταν τα παιδιά τους χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα της καταγγελίας των φυλετικών διαχωρισμών, συνεχίζουν την παράδοση των αντιρατσιστικών αγώνων των γονιών τους, μόνο που αυτήν την φορά ζητάνε πολλά περισσότερα από τον αστικό όρο «ίσες ευκαιρίες». Ζητάνε σεβασμό, έναν σεβασμό που δεν τον έχουν όχι μόνο λόγω του χρώματος του δέρματος, όπως πιστεύουν πολλοί εξ’ αυτών, αλλά κυρίως λόγω της ταξικής τους θέσης.
   Όσο για την δουλειά, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας στις τάξεις τους είναι ένα γεγονός που αναφέρεται συχνά ως αιτία υποβάθμισης, πλάι στις φυλετικές διακρίσεις[57]. Όμως, αυτό το «παράπονο» απέχει αρκετά από την διατύπωση ενός θετικού αιτήματος «θέλουμε δουλειές». Κι αυτό γιατί σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι δουλειές που τους προσφέρονται, όπως είδαμε, είναι σε συντριπτικό βαθμό θέσεις υποτιμημένες, μερικής, προσωρινής και ελαστικής απασχόλησης που απαιτούν από αυτούς να ενσωματώσουν πειθαρχικές αξίες ξένες ως προς τις αξίες που έχουν διαμορφώσει στο κοινωνικό τους περιβάλλον (οικογένεια, παρέα).
   Τέλος, έχει σημασία για το ζήτημα που εξετάζουμε η κατανόηση του ότι η μη εκφορά διεκδικητικών αιτημάτων δεν συνεπάγεται ότι το κράτος δεν παραχωρεί τίποτα. Αντίθετα η εξέγερση είχε ως αποτέλεσμα την διοχέτευση οικονομικών πόρων προς τα προάστια, την παροχή επιπλέον θέσεων εργασίας μέσω του γαλλικού ΟΑΕΔ και την μεταρρύθμιση των νόμων περί πρώτης απασχόλησης. Αυτές οι παραχωρήσεις αν και έχουν ως στόχο την κοινωνική και εργασιακή ενσωμάτωση των νέων των προαστίων κι όχι την ικανοποίηση της επιθυμίας τους για «σεβασμό», παραμένουν παρ’ όλα αυτά παραχωρήσεις που έρχονται ως αποτέλεσμα συγκρουσιακών κινητοποιήσεων. Κάτι που εντέλει δεν μπορεί παρά να διαψεύδει την σημασία που αποδίδουν οι αριστερές οργανώσεις στην  εκφορά διεκδικητικών αιτημάτων, ως χαρακτηριστικό της συνειδητότητας του αγώνα.

ε. Κόστος αδράνειας και κόστος δράσης

   «Την μέρα που θα μας πάρουν το ψωμί από το στόμα δεν θα έχω τίποτα, τίποτα».[58] Το οικονομικό/ταξικό ζήτημα της επιβίωσης παραμένει στο επίκεντρο κι αυτού του είδους σύγκρουσης κι ας μην έχει να κάνει με την διεκδίκηση νόμιμων θέσεων εργασίας, αλλά με την διατήρηση του υπάρχοντος καθεστώτος επιβίωσης μέσω των κυκλωμάτων της υπόγειας, μαύρης οικονομίας. Η αλλαγή αυτού του καθεστώτος βιώνεται ως το σημείο μηδέν σε σχέση με το μέλλον των νέων των προαστίων. Ακριβώς επειδή νοιώθουν ότι έχουν απολέσει διάφορα μέσα κυριαρχίας κι ελέγχου των ζωών τους, το να χάσουν και αυτά που έχουν κατακτήσει λίγο ως πολύ μόνοι τους, μέσω των κοινωνικών και οικονομικών διχτύων που έχουν χτίσει, βιώνεται ως κόστος αδράνειας ή ως αυτό που έλεγε ο Μάρξ «δεν έχουν να χάσουν τίποτα άλλο πέρα από τις αλυσίδες τους».
   Οι αλυσίδες, από την άλλη πλευρά, που τους περιμένουν έχουν κι αυτές έναν αρκετά υπολογίσιμο βαθμό υλικότητας. Οι χιλιάδες συλλήψεις, οι αυστηρές ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν κι η απουσία κινηματικής αλληλεγγύης απέναντι στους συλληφθέντες δεν μπορούσαν παρά να έχουν αποτέλεσμα την εξασθένιση της εξέγερσης, όταν το κράτος αποφάσισε να βγάλει το βαρύ κατασταλτικό οπλοστάσιο. Την συνθήκη «έκτακτης ανάγκης», το νόμο περί απαγόρευσης της κυκλοφορίας που συνεπαγόταν μεγαλύτερη ευκολία συλλήψεων από την πλευρά της αστυνομίας και περιορισμό του ζωτικού χώρου αστικών δικαιωμάτων, που προφανώς χρησιμοποιούσαν οι νέοι από τα προάστια για να ασκήσουν τις μαχητικές, παραβατικές ενέργειες τους.    

ІІІ. Οι συγκρούσεις στα Εξάρχεια το 1985[59]

«Δεν θέλουμε να πεθάνουμε ρε το καταλαβαίνεις;
Είμαστε νέοι ρε το καταλαβαίνεις;»
(Η απάντηση μιας νεαρής που συμμετείχε στην κατάληψη του Χημείου στην πρόταση αναρχικού καταληψία να αυτοκτονήσουν ομαδικά για να μην συλληφθούν από την αστυνομία, τον Νοέμβριο του 1985, αμέσως μετά την δολοφονία του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά)[60]

Ερευνητικά συμπεράσματα: Ευκαιρίες και απειλές που αναδείχθηκαν στις συγκρούσεις

α. Κρατική αποδυνάμωση

   Την εποχή που ξεσπάει το συγκρουσιακό επεισόδιο, το κράτος διανύει μια περίοδο έντονων ανακατατάξεων. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, από τις υποσχέσεις για «σοσιαλισμό» αναγκάζεται από την οικονομική κατάσταση της χώρας να περάσει σε πολιτικές λιτότητας εναντίον της εργατικής τάξης και των χαμηλότερων στρωμάτων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να διαχωριστούν από την κυβερνητική πολιτική συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ που εκπροσωπούσαν αυτά τα στρώματα. Το πασόκικο κράτος είναι εμφανώς αποδυναμωμένο σε κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο κι αυτό αντανακλάται και στα ειρωνικά συνθήματα των συγκρουόμενων («το ξύλο από τα ΜΑΤ το λένε σοσιαλισμό», «ΜΑΤ και ΜΕΑ στηρίζουν Αντρέα»).
   Ταυτόχρονα το κράτος εμφανίζεται αποδυναμωμένο κι απέναντι στα νεολαιίστικα υποκείμενα που κυριαρχούν στα Εξάρχεια. Όλο και μεγαλύτερα ποσοστά νεολαίας έρχονται σε επαφή με τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο, έναν πολιτικό χώρο που δεν ενσωματώθηκε, αντίθετα αντιστάθηκε σε πολλές από τις πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής. Τα Εξάρχεια, παραμένουν μια γειτονιά ευνοϊκή προς τις  μητροπολιτικές συγκρούσεις λόγω πολεοδομίας και ιστορικού παρελθόντος. Πολλές επιθέσεις στις αστυνομικές δυνάμεις ή σε άλλους στόχους (π.χ. φασιστικά βιβλιοπωλεία) εκπορεύονται από την συγκεκριμένη γειτονιά στην ίδια κλίμακα που πολλές διαδηλώσεις ξεκινούν ή καταλήγουν στο ακαδημαϊκό άσυλο του Πολυτεχνείου. Τα τελευταία χρόνια πριν από το συγκρουσιακό επεισόδιο τέτοιου είδους επιθέσεις είχαν αυξηθεί, φανερώνοντας την αδυναμία της αστυνομίας να το αντιμετωπίσει

β. Λαϊκή υποστήριξη προς τις κινητοποιήσεις

   Το γεγονός ότι οι συγκρούσεις έλαβαν μέρος μέσα σε αυτήν την συγκυρία κρατικής αποδυνάμωσης, διαμόρφωσε όρους λαϊκής υποστήριξης των καταληψιών, παρ’ όλη την απόσταση που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των κατώτερων τάξεων από τα αντικομφορμιστικά χαρακτηριστικά του νεολαιίστικου υποκειμένου. Όσο γινόταν γνωστός ο λόγος των υποκειμένων και έρχονταν στην δημοσιότητα περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας, η «κοινή γνώμη», όπως τουλάχιστον αυτή αντανακλάται στον ημερήσιο τύπο, βλέπει με όλο και περισσότερη συμπάθεια τα συγκεκριμένα «παιδιά». Αυτή η στάση των (προοδευτικών/κεντροαριστερών) ΜΜΕ έρχεται σε αντιπαράθεση με την κυρίαρχη/θεαματική εικόνα του «αναρχοπάνκ» που συχνάζει στα Εξάρχεια για να κάνει χρήση ναρκωτικών και να παραβεί νόμους και ηθικούς κανόνες. Ο «ηθικός πανικός» που είχαν μεταδώσει το προηγούμενο διάστημα πολλά ΜΜΕ για τα Εξάρχεια, αντικαθιστάται από την εικόνα του ριζοσπάστη νέου που αντιστέκεται απέναντι στην αστυνομική καταστολή. Σε αυτή την μετατόπιση βοήθησαν και ιστορικές φιγούρες της αριστεράς, όπως ο Μανόλης Γλέζος, που ανέλαβαν διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στους καταληψίες και την αστυνομία. Αλλά και ο πολιτικός λόγος των καταληψιών, πλαισιωμένος κι από την συμπαράσταση των αριστερών φοιτητών, παρέπεμπε στο κυρίαρχο πολιτικό μοτίβο των μεταπολιτευτικών κοινωνικών αγώνων, περί «του φασιστικού κινδύνου» που ελλοχεύει μέσα από την κατασταλτική παρεκτροπή του κράτους, διευκολύνοντας έτσι την έκφραση λαϊκής υποστήριξης. Η λαϊκή υποστήριξη, τέλος, μεγεθύνεται με την είδηση της κρατικής δολοφονίας ενός 15χρονου μαθητή, μιας και όλες οι οικογένειες που έχουν μεγαλώσει έναν «ανήσυχο έφηβο» νοιώθουν ότι θα μπορούσαν να πληχθούν από την κρατική καταστολή.


γ.Το ισοζύγιο ισχύος μεταξύ κινηματικών συμμάχων και αντιπάλων

   Οι καταληψίες βρήκαν στο πλευρό τους αρκετούς συμμάχους, τόσο λόγω των χαρακτηριστικών των Εξαρχείων που επιτρέπουν την πρόσμιξη διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων, όσο και λόγω της πολιτικής συγκυρίας. Κατ’ αρχήν το ίδιο το υποκείμενο αλληλεπιδρά κι εντέλει ταυτίζεται στα μάτια της κοινωνίας με τον πολιτικό χώρο των αναρχικών, έναν χώρο που είναι γνώστης κινηματικών αντιπαραθέσεων και αντίστασης στην κρατική καταστολή.   Η συμμαχία αυτή είναι πολύ σημαντική αφού διασφαλίζει την απαραίτητη «κινηματική τεχνογνωσία» (είτε αυτή αφορά τις επιθέσεις με μολότοφ, είτε την απεύθυνση στην κοινωνία) για να αντιμετωπιστεί η οξυμένη κατασταλτική επίθεση που σηματοδοτεί η «επιχείρηση αρετή». Η δημόσια παρουσία των αναρχικών ομάδων στην γειτονιά των Εξαρχείων δασφαλίζει επίσης την προστασία τοπικών μαγαζάτορων και μικροϊδιοκτητών, οι οποίοι δεν πλήττονται τόσο από τις επιθέσεις των καταληψιών (κι οι ίδιοι οι καταληψίες σε πολλά κείμενα φροντίζουν να υπερθεματίζουν ότι δεν κάνουν τέτοιες επιθέσεις, αλλά χτυπούν μόνο τράπεζες κτλ.), όσο από την αστυνομική εισβολή και παραμονή στη γειτονιά, που πλήττει την ομαλή εμπορευματική τους λειτουργία. Η δραστηριοποίηση στα Εξάρχεια αριστερών φοιτητικών οργανώσεων και η κινηματική τριβή των υποκειμένων με τον κόσμο που συμμετέχει σ’ αυτές, προσφέρει επίσης έναν πολύτιμο σύμμαχο, παρά τον πολιτικό ανταγωνισμό ανάμεσα στα δυο υποκείμενα που είναι συνέχεια παρών. Όλο το προηγούμενο διάστημα κοινωνικών αγώνων (1973-81) η εξωκοινοβουλευτική αριστερά είχε αναδειχθεί σε κινητήρια δύναμη αυτών κι έτσι η συμπαράσταση προς τους καταληψίες άνοιξε τον δρόμο για την ευρύτερη λαϊκή υποστήριξη. Η στάση αυτή των αριστερών φοιτητών προκαλεί διχασμό και σε δυνάμεις της κοινοβουλευτικής αριστεράς, κάποιες από τις οποίες (π.χ. ΕΔΑ) αναγκάζονται να συμπαρασταθούν στα συγκρουόμενα υποκείμενα. Τέλος, κάποιοι δημοσιογράφοι από προοδευτικές εφημερίδες, παρουσιάζουν τα γεγονότα ευνοϊκά ως προς τους καταληψίες, έχοντας δεχτεί άλλωστε ουκ ολίγες αστυνομικές επιθέσεις, έτσι ώστε να μην προσφέρουν κάλυψη στα γεγονότα.
   Στην πλευρά των κινηματικών αντιπάλων, το κράτος έχει, έτσι κι αλλιώς, τους κατασταλτικούς μηχανισμούς (ΜΑΤ, ΜΕΑ, άνδρες της ασφάλειας κτλ.) και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που ελέγχει (κρατική τηλεόραση). Ο κύριος κοινωνικός σύμμαχος που επιχειρεί το κράτος να προσεταιριστεί είναι η φιγούρα του «φιλήσυχου πολίτη» που αγανακτεί από τις «ακρότητες» των «αλητών». Αυτό όμως που καταφέρνουν να συγκροτήσουν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί ως συμμαχική «κοινωνική φιγούρα» απέχει χιλιόμετρα από το να έχει ρίζες στην κοινωνική πραγματικότητα. Η φιγούρα του «αγανακτισμένου πολίτη» που στηρίζει τις επιθέσεις των αστυνομικών δυνάμεων αποτελείται σε συντριπτικό βαθμό από ομάδες μελών του κυβερνώντος κόμματος, υποστηριζόμενες από μέλη ακροδεξιών οργανώσεων (κυρίως ΕΠΕΝ), μια φιγούρα που εντέλει καταλήγει να προσφέρει κινηματικά επιχειρήματα για  την ιστορική συνέχεια (ακόμα κι επί «σοσιαλισμού») των μηχανισμών του «παρακράτους» στην καταστολή των αγώνων της νεολαίας. Το κράτος στηρίζει κι η ηγεσία της ΕΦΕΕ, που συλλήβδην χαρακτηρίζει ως προβοκάτορες τα συγκρουόμενα υποκείμενα, ενώ για τους ίδιους λόγους εχθρικά απέναντι τους βρίσκεται και το ΚΚΕ, το οποίο όμως αποφεύγει να τοποθετηθεί σε κρίσιμες καταστάσεις (π.χ. άρση ασύλου), πιθανόν γιατί δεν θέλει να φανεί ότι ταυτίζεται με το κράτος.  
   Ανάμεσα σε αυτά τα στρατόπεδα, βρίσκονται τα συνδικάτα που κρατούν μια στάση ουδετερότητας, αν και βρίσκονται σε περίοδο κινητοποιήσεων ενάντια στην πολιτική λιτότητας που εφαρμόζει η κυβέρνηση. Τα συνδικάτα αναβάλλουν, λόγω των γεγονότων, την προγραμματιζόμενη γενική απεργία, δείχνοντας έτσι ότι δεν επιθυμούν κανενός είδους συμμαχία με το συγκρουόμενο υποκείμενο. Η αδυναμία σύνδεσης με τις εργατικές κινητοποιήσεις, που αποτελεί διακαή πόθο των αριστερών οργανώσεων «για να πολιτικοποιηθεί ο αγώνας», αποτελεί σίγουρα το σημαντικότερο όριο στην συνέχιση του αγώνα, γι’ αυτό άλλωστε και το σημείο προσωρινής ανακωχής τέτοιων συγκρούσεων βρίσκεται στην απελευθέρωση των συλληφθέντων.
 
δ. Κινηματικές προσδοκίες και η υπεράσπιση του χώρου της γειτονιάς

   Η αντίσταση στην κρατική καταστολή και την αστυνομοκρατία είναι το νο1 αίτημα που συναντάμε σε τέτοιου είδους συγκρούσεις. Από πίσω δεν μπορούμε παρά να εντοπίσουμε μια επιθυμία «να μας αφήσετε επιτέλους ήσυχους», μια υπεράσπιση της κινηματικής κοινότητας που έχει διαμορφωθεί στα Εξάρχεια, του ιδιόμορφου αυτού «γαλατικού χωριού» που παραμένει ανοιχτό για όλες της διαφορετικές και περιθωριακές κοινωνικές φιγούρες που αναπτύσσονται στην μητρόπολη. Η «επιχείρηση αρετή», παρομοίως με Αγγλία και Γαλλία, γίνεται αντιληπτή ως «αστυνομική κατοχή» της περιοχής. Σε αντίθεση όμως με τα ανάλογα παραδείγματα του εξωτερικού, στα Εξάρχεια δεν έχουμε την ανάπτυξη μιας παράλληλης «μαύρης οικονομίας», που να προσφέρει εισόδημα στα μέλη της κοινότητας. Οι κινηματικές προσδοκίες εδώ έχουν να κάνουν περισσότερο με την υπεράσπιση της «ιστορικής ταυτότητας» μιας αντιστεκόμενης στο κράτος γειτονιάς και των υποπολιτισμικών δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν στον ελεύθερο χρόνο τους τα κομμάτια της νεολαίας που συχνάζουν στην περιοχή, χωρίς να μένουν απαραίτητα σε αυτήν.
   Τα χαρακτηριστικά αυτά ευνοούν να εκφραστούν μέσα από τον χώρο των Εξαρχείων φιγούρες της εργατικής νεολαίας που όλη την δεκαετία του ’80 δραστηριοποιούνται είτε στο χώρο των γηπέδων, είτε στο χώρο των μουσικών υποκουλτούρων (π.χ. είσοδο σε συναυλίες χωρίς την καταβολή αντιτίμου). Τα κοινωνικά αυτά κομμάτια, λειτουργώντας στο περιθώριο των κυρίαρχων κοινωνικών ταυτοτήτων βρίσκουν την ευκαιρία να συναντηθούν στο συγκεκριμένο χώρο και να εκφράσουν την αντιπαλότητα τους προς τις αστυνομικές δυνάμεις, το νο1 εχθρό που συναντάνε σε οποιαδήποτε κοινωνική δραστηριότητα τους. Μέσα από αυτήν την συνάντηση στα Εξάρχεια, τα υποκείμενα πολιτικοποιούνται και ενσωματώνονται στον πολιτικό χώρο των αναρχικών/αντιεξουσιαστών, μεταλλάσσοντας ταυτόχρονα σε πιο «νεολαιίστικη» και «life style» κατεύθυνση, τα χαρακτηριστικά του τελευταίου.
   Η διεκδίκηση χώρου στα Εξάρχεια, πάντως έχει και την κυριολεκτική της έννοια. Η ιστορική κατάκτηση των κοινωνικών αγώνων στην Ελλάδα να καταλαμβάνουν σε στιγμές αναταραχών τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και να τα χρησιμοποιούν για τις ανάγκες του αγώνα, οδηγώντας στην ελληνική ιδιαιτερότητα του «ακαδημαϊκού ασύλου», στο οποίο δεν μπορεί να εισβάλλει η αστυνομία, αποτελεί το νο1 όπλο των νεολαιίστικων υποκείμενων που χρησιμοποιούν τα πανεπιστημιακά κτίρια του κέντρου ως οδοφράγματα απέναντι την αστυνομία και μέρη πολιτικής/κινηματικής δραστηριοποίησης (συνελεύσεις, προετοιμασία κειμένων, ραδιοφωνικών σταθμών κτλ.). Μέσα από την συχνή κινηματική χρήση αυτών των κτιρίων, που αλληλεπιδρά με την επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου της γειτονιάς (πλατείες, πεζόδρομοι, παρκάκια, λόφος του Στρέφη) δημιουργείται ένας άλλος χωροχρόνος, μια άλλη κινηματική καθημερινότητα, που αν και σίγουρα δεν είναι απαλλαγμένη από τα εμπορευματικά χαρακτηριστικά των Εξαρχείων ως καταναλωτικό κέντρο της (φοιτητικής) νεολαίας, σίγουρα δημιουργεί χαρακτηριστικά που εξασκούν τα υποκείμενα στην αντίσταση στην πειθάρχηση που προσπαθεί να επιβάλλει το κράτος σε διάφορες πτυχές της καθημερινότητας. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι πρώτες καταλήψεις μη πανεπιστημιακών κτιρίων, ακολουθώντας το παράδειγμα κινημάτων του εξωτερικού, θα πραγματοποιηθούν στα Εξάρχεια στις αρχές της συγκεκριμένης δεκαετίας, για να εξαπλωθούν και σε άλλες περιοχές και πόλεις τις επόμενες δεκαετίες.

ε. Κόστος αδράνειας και κόστος δράσης

   Το κόστος αδράνειας στην συγκεκριμένη περίπτωση ισούται με την απώλεια της ελευθερίας και του «απαλλοτριωμένου» χρόνου και χώρου που έχουν κατακτήσει τα υποκείμενα στα Εξάρχεια. Τυχόν επιτυχία της «επιχείρησης αρετή» συνεπάγεται την απώλεια του συγκεκριμένου πολεοδομικού χώρου και την πολεοδομική και κοινωνική μεταλλαγή του με βάση τις επιδιώξεις του κράτους. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ο ίδιος ο αγώνας μεταλλάσσεται σε αγώνα για την ίδια την ζωή, την στιγμή της δολοφονίας ενός μέλους των συγκρουόμενων υποκειμένων. Σε περίπτωση μη δραστηριοποίησης απέναντι στο γεγονός της κρατικής δολοφονίας κατοχυρώνεται η δυνατότητα του κράτους να πυροβολεί και να σκοτώνει όσους αντιστέκονται. Κι αντίστροφα, οι ταραχές κατοχυρώνουν έναν βαθμό πολιτικού κόστους που δύναται να αποθαρρύνει τέτοιου είδους κατασταλτικές συμπεριφορές. Βέβαια, οφείλουμε να σημειώσουμε, στην περίπτωση ενός θανάτου, τα υποκείμενα συνηθίζουν δραστηριοποιούνται άμεσα και χωρίς να προχωράνε σε ορθολογικούς υπολογισμούς περί του κόστους των πράξεων τους, ακριβώς γιατί καλούνται να υπερασπιστούν την ίδια την έννοια της ζωής.
   Από την άλλη πλευρά, στο κόστος δράσης συγκαταλέγεται η αυξημένη πιθανότητα ξυλοδαρμού, τραυματισμού, σύλληψης, προφυλάκισης και καταδίκης σε (συνήθως) εξαγοράσιμες ποινές φυλάκισης. Μια διαφοροποίηση που ξεχωρίζει τις ελληνικές συγκρούσεις σε σχέση με ανάλογες στο εξωτερικό, είναι ο μεγάλος βαθμός αλληλεγγύης προς τους συλληφθέντες που έχει κατοχυρωθεί από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στις κινηματικές δραστηριότητες. Το αίτημα «απελευθέρωσης των συλληφθέντων», πέρα από το να καλύπτει την απουσία διεκδικητικών θεσμικών αιτημάτων που συνήθως εμφανίζεται σε τέτοιου είδους συγκρούσεις, κατοχυρώνει μια συλλογική αντιμετώπιση – «αυτομείωση» του κόστους δράσης, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο υψηλός βαθμός κατασταλτικής δύναμης της ελληνικής αστυνομίας να μην αποτελεί σημαντικό εμπόδιο ώστε τα υποκείμενα να συμμετέχουν σε κινηματικές δραστηριότητες.

4. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Alessi Dell’Umbria, «Racaille: Αν αυτοί είναι αποβράσματα… τότε είμαι κι εγώ. Εξεγέρσεις στα γκέτο των γαλλικών μητροπόλεων», Εκδόσεις: Λέσχη Κατασκόπων του 21ου Αιώνα, Ιούνιος 2008 (Τίτλος πρωτότυπου: «Cest de la racaille? Eh bien, j’ en suis. A propos de la revolte de l’ automne 2005», Editions L’ Echapee, 2006)
(Το συγκεκριμένο βιβλίο υπάρχει επίσης στην διαδικτυακή διεύθυνση: http://www.scribd.com/doc/8219296/Alessi-DellUmbria-Racaille-, τελευταία επίσκεψη 18/02/2010)

AUTONOMIA σκέψεις,αγώνες, μαρτυρίες των Ιταλών Αυτόνομων(1970-1980), Εκδόσεις Λέσχη Κατασκόπων του 21ου Αιώνα, Ιούνιος 2010

Balestrini, NanniPrimo Moroni, «Η χρυσή Ορδή: Σύντομη Ιστορία της Ιταλικής Εργατικής Αυτονομίας», Εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2004

Hall, Stuart and Tony Jefferson: «Resistance Through Rituals, Youth Subcultures in postwar Britain», Λονδίνο 1976

Hebdige, Dick: «Υπο-κουλτούρα: το νόημα του στυλ», Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1981

Hernon, Ian, «Riot! Civil Insurrection from Peterloo to the Present  Day», Pluto Press, London 2006

Holloway, John and Werner Bonefeld, «Μεταφορντισμός και κοινωνική μορφή: Μια μαρξιστική συζήτηση για το μεταφορντιστικό κράτος», Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1991

Marcuse, Herbert : «Κριτική, Ουτοπία, Απελευθέρωση», Επιμέλεια: Γ .Ι. Μανιάτης – Γ. Σαγκριώτης, Α. Α. Χρύσης,  Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999

Urban anarchy: «Αθήνα ανοχύρωτη πόλη, χωρική ανάλυση της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριο 2010 (βλ. www.urbananarchy.gr)

Waresquiel, Emmanuel de (επιμέλεια) : «Ο αιώνας των ανατροπών. Το λεξικό των κινημάτων της αμφισβήτησης στον 20ό αιώνα», Εκδόσεις Οξύ, Αθήνα 2004

Αναρχική Αρχειοθήκη: «Πολυτεχνείο 1985, Αυτές οι νύχτες είναι του Μιχάλη…», Νοέμβριος 2005

Αστρινάκης, Αντώνης Ε.: «Νεανικές Υποκουλτούρες. Παρεκκλίνουσες υποκουλτούρες της νεολαίας της εργατικής τάξης. Η βρετανική θεώρηση και η ελληνική εμπειρία», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1991

Α. Αστρινάκης, Μ.-Γ. Λίλυ Στυλιανούδη: «Χέβυ μέταλ, ροκαμπίλι και φανατικοί οπαδοί. Νεανικοί Πολιτισμοί και Υποπολιτισμοί στη Δυτική Αττική», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1996

Ατταλί, Ζακ: «Θόρυβοι. Δοκίμιο πολιτικής οικονομίας της μουσικής», Εκδόσεις ΡΑΠΠΑ, Αθήνα 1991
«Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας»,  Εκδόσεις Κομμούνα, Αθήνα 1985

Κατσάπης, Κώστας : «Ήχοι και απόηχοι: κοινωνική ιστορία του ροκ εν ρολ φαινομένου στην Ελλάδα, 1956-1967»,Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Αθήνα 2007

Κιούση, Μ.Charles Tilly, Οικονομικές και Πολιτικές Συγκρούσεις σε Συγκριτική Προοπτική, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2008

Μαρξ, Καρλ – Φρ. Εγκελς : «Η Γερμανική Ιδεολογία», Μετάφραση Γ. Κρητικός – Κ. Φιλίνης, Gutenberg, Αθήνα 1989

Σεφεριάδης, Σεραφείμ Ι.  : «Συγκρουσιακή πολιτική, συλλογική δράση, κοινωνικά κινήματα: Μια αποτύπωση» , Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής επιστήμης, τχ. 27 Μάιος 2006

Συμβουλίδης, Χάρης : «Oi! Η μουσική των Skinheads», Εκδόσεις ΙΣΝΑΦΙ, Ιωάννινα 2008

Τα παιδιά της Γαλαρίας, «Τεύχος αφιερωμένο σ’ αυτούς που ακόμα τα θέλουνε όλα», τεύχος 12-13, Μάρτιος 2007

Τζαίη, Μάρτιν : «Ο Ερνστ Μπλοχ κι η Επέκταση του Μαρξιστικού Ολισμού στην Φύση», Εισαγωγή – Μετάφραση: Φώτης Τερζάκης, Εκδόσεις Φιλίστωρ, Αθήνα 1996

Τουρκοβασίλης, Γιώργος : «Τα ροκ ημερολόγια, Ελληνική νεολαία και ροκ εν ρολ», Εκδόσεις. Οδυσσέας, Μάρτιος 1984




[1] Το υποκείμενο προσδιορίζεται ως εργατική νεολαία ή νεολαία εργατικής τάξης. Παρ’ όλα αυτά είναι αναγκαίο να διευκρινισθεί ότι ο ταξικός προσδιορισμός δεν προκύπτει αποκλειστικά από τον παραδοσιακό ορισμό της εργατικής τάξης, όπου βαραίνει η παραγωγική θέση, ο μισθός κτλ., όσο από τον συνολικότερο τρόπο ζωής, παραγωγής και κατανάλωσης των υποκειμένων, ο οποίος εκφράζεται μέσω συλλογικών συμπεριφορών ανταγωνιστικών (σε έναν βαθμό, αφού δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στην κεφαλαιοκρατική σχέση) ως προς τις κυρίαρχες αστικές αξίες και θεσμούς (τάξη για τον εαυτό της κι όχι τάξη από τη θέση της)  Υπό αυτήν την έννοια, στον ταξικό προσδιορισμό βαραίνει περισσότερο π.χ. το ζήτημα της κατοικίας (ghetto, εργατικές κατοικίες και προάστια) ή οι ιδεολογικές πλαισιώσεις που αναπτύσσονται με την μορφή των νεολαιίστικων υπο-κουλτούρων.  Στα ερευνητικά παραδείγματα που επιλέγονται, πάντως, είναι εμφανής τόσο η εργατική καταγωγή όσον αφορά το επάγγελμα των γονιών (π.χ. απόγονοι μεταναστών-χειρωνακτών εργαζομένων) όσο κι η ίδια η τοποθέτηση μεγάλου κομματιού των υποκειμένων στο περιθώριο του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας (π.χ. ανεργία, μαύρη εργασία, παραβατικότητα, προσωρινές και υποβαθμισμένες δουλειές). Βλ. Και E.M.P. Thompson The Making of the English Working Class

[2] Tο πολιτικό-φιλοσοφικό ρεύμα της ιταλικής αυτονομίας (ή ιταλικού εργατισμού), με κυριότερους εκπρόσωπους τον Mario Tronti, Romano Alquati, Raniero Panzieri, Toni Negri, και Franco Berardi (Bifo) βάζει στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του '70 την κρίση του πειθαρχικού μοντέλου των μεταπολεμικών κοινωνιών και του φορντικού μοντέλου παραγωγής. Στην καρδιά της σκέψης αυτού του νέο-μαρξιστικού (αλλά και φιλικού σε μετα-δομιστικές φιλοσοφικές προσεγγίσεις) ρεύματος βρίσκεται η άποψη ότι «η καπιταλιστική αναδιάρθρωση, η τεχνολογική αλλαγή και ο γενικότερος μετασχηματισμός των κοινωνικών θεσμών δημιουργούνται ως προϊόν της καθημερινής δράσης της αποχής από την εκμετάλλευση, της απόρριψης της υποχρέωσης παραγωγής υπεραξίας και αύξησης της αξίας του κεφαλαίου – ταυτόχρονα μείωσης της αξίας της ζωής». Βλ. και «Τι σημαίνει αυτονομία σήμερα; Υποκειμενοποίηση, Κοινωνική Σύνθεση, Άρνηση της Εργασίας του Franco Berardi Bifo, 2003» στην διαδικτυακή διεύθυνση: http://precarity.blogspot.com/2007/01/blog-post_04.html. Το κείμενο αυτό υπάρχει και στο έντυπο «ΕΠΙΣΦΑΛΕΙΑ», εκδ. «Τα Μάτια Του Πλήθους»#04 από την αντιεξουσιαστική επιθεώρηση «BLACK OUT στο Κοινωνικό Εργοστάσιο», Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 2006. Βλ. επίσης βιβλιογραφία γύρω από το κίνημα της ιταλικής αυτονομίας στο τέλος.

[3] Σε μεγάλο βαθμό αυτή είναι κι η μεθοδολογική πρόταση έρευνας που προτάσσουν οι σύγχρονες τάσεις της συγκρουσιακής πολιτικής: «συνδυαζόμενοι, οι μηχανισμοί συγκροτούν επεξηγηματικές διαδικασίες: σύνθετα φαινόμενα με μεγάλη επεξηγηματική ισχύ. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορική συγκυρία, χωρίς να υπονομεύει τις θεωρητικές («νομοθετικές») προθέσεις της συγκριτικής κοινωνικής επιστήμης, συμμετέχει οργανικά στη διαδικασία διατύπωσης θεωρητικών προτάσεων και γενικεύσεων». Βλ. και τον πρόλογο του Σ. Σεφεριάδη, στην ελληνική έκδοση του βιβλίου των Μ. Κιούση – Charles Tilly, Οικονομικές και Πολιτικές Συγκρούσεις σε Συγκριτική Προοπτική, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2008
[4] Σημειώνεται ότι τις περισσότερες φορές (τουλάχιστον στην περίπτωση μας) οι όροι «λαϊκή υποστήριξη» και «ισοζύγιο ισχύος συμμάχων-αντιπάλων»  αλληλοδιαπλέκονται (αφού συνήθως δεν υπάρχει «Η» συμπαγής λαϊκή υποστήριξη, αλλά διάφορες μορφές υποστήριξης-ουδετερότητας-αντιπάθειας από διαφοροποιημένα κοινωνικά/ταξικά υποκείμενα), κάτι που συμβαίνει άλλωστε και με τις «κινηματικές προσδοκίες» και το «κόστος αδράνειας» (αφού πολλές φορές μια από τις κύριες αιτίες συγκρούσεων είναι η προσπάθεια να μην επιβληθεί μια αρνητική κρατική/κατασταλτική στρατηγική).
[5] «Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας»,  Εκδόσεις Κομμούνα, Αθήνα 1985, σελ. 28, ένα βιβλίο από το οποίου έχουν παρθεί και πολλές πληροφορίες για την συγκεκριμένη περίπτωση

[6] «Την έχω περιγράψει σαν μια μορφή εμπόλεμης κατάστασης, αντάρτικου, και πρόκειται γι’ αυτό ακριβώς το πράγμα. Αυτοί (οι νεαροί μαύροι) εφάρμοσαν μια μοναδική κι εξαιρετική τακτική και την τελευταία νύχτα έπρεπε να είμαστε εξαιρετικά ευκίνητοι στη φύση μας και τη δυνατότητα να ανταποδίδουμε». Λόγια του διευθυντή της αστυνομίας του Μάντσεστερ στο «Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 44-45.
[7] «Ο Economist σημείωσε ότι αυτή η κατάρρευση δεν παρουσιάστηκε σε πολλές περιοχές μεταναστών, που καταφανώς απουσίαζαν από την ανταρσία που επακολούθησε. Αντίθετα συνέβηκε ειδικά σε γειτονιές με έντονη παρουσία μιας δεύτερης γενιάς νεολαίων από τις Δυτικές Ινδίες, αν και οι εκδηλώσεις προσέλκυσαν εξίσου και πολλούς άλλους ανθρώπους εκεί, αυτό που ξάφνιασε την αστική τάξη ήταν η πρωτότυπη συναίνεση γονιών και άλλων ενηλίκων της περιοχής στην ανταρσία». «Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 62
[8] «Στις περιοχές που έχουν υποστεί την εισβολή της αστυνομίας, θεωρείται φυσιολογικό  και από την αστυνομία και από τους κατοίκους, να προκαλεί η πρώτη κάποιο μαύρο άτομο στο δρόμο με χλευασμούς του τύπου «μπάσταρδε μαύρε», να το χτυπάει και μετά να το συλλαμβάνει για πρόκληση κατά της αστυνομίας», από το «Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 66.
[9] «Όταν η αστυνομία του Μπρίξτον πραγματοποίησε μια σύλληψη που πυροδότησε την εξέγερση τον Απρίλιο του 1981, κάποιος ντόπιος καταστηματάρχης προσπάθησε να επέμβει, με αποτέλεσμα να δαρθεί και να συλληφθεί για παρεμπόδιση του έργου της αστυνομίας, παρ’ ότι ήταν μέλος της επιτροπής για τη συνεννόηση ανάμεσα στην αστυνομία και την κοινότητα»,  «Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 66
[10] «Εμείς στην κοινότητα των Δυτικών Ινδιών αποφύγαμε στο παρελθόν να έχουμε μια δραστική πρακτική επειδή φοβόμασταν την πολυσυζητημένη εχθρική αντίδραση των λευκών. Δεν έχει υπάρξει, και είναι πολύ μικρή η πιθανότητα να υπάρξει  στο μέλλον. Κάτι άλλο έχει συμβεί. Οι νεαροί λευκοί συμμετείχαν στην εξέγερση» βλ. και  «Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 45.
[11] Τουλάχιστον υπό το πρίσμα μιας ανάλυσης που στην έννοια της εργατικής τάξης δεν αναγνωρίζει απλά ένα σύνολο διαχωρισμένων ατόμων με κοινά κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά, αλλά κυρίως χαρακτηριστικά υποκειμενικής συγκρότησης ως ανταγωνιστική κοινότητα απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα, βλ και υποσημείωση 1.
[12] Οι Ασιάτες μετανάστες αντιμετωπιζόταν με τέτοιον τρόπο, ως φορείς μιας άγνωστης και εχθρικής κουλτούρας που αφού δεν μετέδιδε ταξικά μηνύματα, μεταφραζόταν στα μάτια των λευκών skinheads ως προσδοκία μικροαστικής ανόδου, μέσω της εργασιακής/κοινωνικής πειθαρχίας που οι ίδιοι μισούσαν. Στην περίπτωση αυτή, η ρατσιστική απομόνωση των ασιατών νέων οδήγησε στο η αντίδραση τους να πάρει ξεκάθαρα κοινοτικά/φυλετικά χαρακτηριστικά αυτοάμυνας απέναντι στις ρατσιστικές επιθέσεις. Για την εργατική υποκουλτούρα των skinheads, ένα όχι μικρό κομμάτι της οποίας (neonazi skinheads) κάποιες πληροφορίες μπορούν να βρεθούν στο βιβλίο του Συμβουλίδη Χάρη : «Oi! Η μουσική των Skinheads», Εκδόσεις ΙΣΝΑΦΙ, Ιωάννινα 2008, όπως και στο βιβλίο του Dick Hebdige: «Υπο-κουλτούρα: το νόημα του στυλ», Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1981.
[13] Για πληροφορίες σε σχέση με το Εθνικό Μέτωπο Βλ. και Χάρης Συμβουλίδης – «Oi! Η μουσική των skinheads» , σελ. 30-36
[14] «Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 75, λόγια κατοίκων του Μπρίξτον σύμφωνα με ρεπορτάζ της λονδρέζικης εφημερίδας «Evening Standard» τον Απρίλη του 1980.
[15] «Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 78, λόγια λευκών εξεγερμένων νέων από την μη υποβαθμισμένη περιοχή Wood Green 
[16] «Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 99 από ομιλία ηλικιωμένου σε μια συζήτηση
[17] «Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 28, λόγια ενός μαύρου νεαρού στην Sunday Telegraph, στις 12/4/1981
[18] «Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 59, στο κείμενο «Η ‘Αδύνατη’ Τάξη» της Κολλεκτίβας «After Marx, April».
[19] Μετά από τότε ήταν που έννοιες όπως η «επανάσταση για την ευχαρίστηση της» και «κριτική της καθημερινής ζωής», εμφανίστηκαν ξαφνικά στο προσκήνιο ως αιτίες των συγκρούσεων, στην θέση της «παραδοσιακής εργατικής ηθικής», όπου ο αγώνας βιώνεται ως «θυσία» που έχει στόχο την εκπλήρωση κάποιων αιτημάτων. Ο αγώνας όχι μόνο δεν βιώνεται ως κάτι αρνητικό στο παρόν σε σχέση με την κανονική κατάσταση, που μπορεί να επιφέρει βελτιώσεις στο μέλλον, αλλά αντίθετα ως μια επιθυμητή κατάσταση στο παρόν που επιζητά να επεκταθεί και στο μέλλον.
[20] «Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 99,όπου αναφέρεται ότι σε μια συνέλευση στο Μπρίξτον το 1985 κάποιος ανέφερε «Δεν είμαστε σαν τους μαύρους στις ΗΠΑ. Ούτε σαν τους μαύρους ακόμα και στην Αφρική. Είμαστε από την Καραϊβική. Καταπολεμούμε την αγγλική καταπίεση από το 1622».
[21] Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 55, στο κείμενο «Η ‘Αδύνατη’ Τάξη» της Κολλεκτίβας «After Marx, April», απ’ όπου βασίζονται και τα περισσότερα στοιχεία για τις μορφές της υπόγειας οικονομίας που αναπτύσσονται σ’ αυτές τις περιοχές.
[22] Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 85, στο κείμενο «Η ‘Αδύνατη’ Τάξη» της Κολλεκτίβας «After Marx, April»
[23] Όσον αφορά το σχολείο, «όπως είπε ένας καθηγητής από το Νιουκάστλ ‘λέγοντας τους να διαβάσουν σκληρά για να μην μείνουν χωρίς δουλειά, δεν γίνεται τίποτα’», από το «Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 86, στο κείμενο «Η ‘Αδύνατη’ Τάξη» της Κολλεκτίβας «After Marx, April». Όσον αφορά την οικογένεια και τα ΜΜΕ, η σχολή του Μπέρμινχαμ έχει αναλύσει δεόντως το γεγονός ότι οι υποκουλτούρες γεννιούνται και αναπτύσσονται πάνω στην διαλεκτική αντιπαράθεση με την κουλτούρα των γονιών και την άρνηση των κυρίαρχων πολιτιστικών αξιών που προβάλλονται από την βιομηχανία του θεάματος. Βλ. Ενδεικτικά: Hall, Stuart and Tony Jefferson: «Resistance Through Rituals, Youth Subcultures in postwar Britain», Λονδίνο 1976. Στις παραπάνω διαπιστώσεις συνηγορούν, οι βίαιες επιθέσεις εξεγερμένων νέων εναντίον δημοσιογράφων στις ταραχές του 1985, όπως και η απαξιωτική στάση τους απέναντι σε θρησκευτικούς ιερείς και θεσμικούς εκπροσώπους των μεταναστευτικών κοινοτήτων Τα αφεντικά των κοινοτήτων είναι όλοι καριόληδες, φτιάχνουν καριέρες πατώντας στις δυστυχίες μας» σύμφωνα με  ένας μαύρο εξεγερμένο του Toxteth), βλ. και «Os Cangaceiros: Μια περιγραφή των προλεταριακών ταραχών στη Θατσερική αγγλία του ’85» (η μετάφραση του κειμένου βρίσκεται στην ιστοσελίδα http://gr.contrainfo.espiv.net)

[24] Βλ. ενδεικτικά: Marcuse, Herbert : «Κριτική, Ουτοπία, Απελευθέρωση», Επιμέλεια: Γ .Ι. Μανιάτης – Γ. Σαγκριώτης, Α. Α. Χρύσης,  Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999

[25] Στις 20 Αυγούστου σύμφωνα με το Υπουργείο Εσωτερικών είχαν συλληφθεί 3.000 άτομα, για την πολιτική και ποινική υπεράσπιση των οποίων σε κάθε πόλη οργανώθηκαν επιτροπές «ταραχών», ενώ στο Μπρίξτον οργανώθηκε και μια μετωπική οργάνωση, το «Κίνημα Υπεράσπισης του Μπρίξτον», για το μποϋκοτάζ της έρευνας Σκάρμαν. Βλ. και Η εξέγερση της αγγλικής νεολαίας», σελ. 38-39
[26] Τα λόγια αυτά αναφέρει ένας νέος από τα προάστια στο ντοκιμαντέρ του Εξάντα «Paris 2005», βλ. http://exandas.ert.gr/old/archive/paris/newsletter.asp
[27] «Ενας εκπαιδευτικός που εργάζεται σε επαγγελματικό λύκειο αναφέρει την περίπτωση του Μαλίκ, που είναι απολύτως ενδεικτική αυτής της άρνησης της θέσης του εργάτη. «Ηταν καλός μαθητής. Στην Α' λυκείου είχε μέσο όρο 16 στα μαθηματικά, όσο περίπου και στα γαλλικά. Στη Β' λυκείου το ίδιο. Ο πατέρας του πεθαίνει από μια ασθένεια. Ξεκινάει στη Γ' λυκείου, την τελευταία χρονιά στο λύκειο και, εκεί, ρίχνει πυροβολισμούς, καίει αυτοκίνητα και βέβαια, μπαίνει για λίγο στη φυλακή. Σε όλα τα σχολεία της περιοχής, αρνούνται να τον δεχθούν: φυσικά, ξανάρχεται εδώ. Στο δικό μας σχολείο, ήταν άψογος. Λοιπόν, ξέρετε γιατί πέρασε πρόσφατα από το πειθαρχικό συμβούλιο; Αρνούνταν να παρακολουθήσει το εργαστήριο! Δεν ήθελε με τίποτα να φορέσει την εργατική φόρμα! Δεν μπορούσαμε να τον κρατήσουμε κάτω από αυτές τις συνθήκες» Στο εργοστάσιο, η σπουδή που δείχνουν ορισμένοι νέοι, παιδιά μεταναστών, να υπερασπίζονται με σχολαστικό τρόπο την κοινωνική τιμή τους μπορεί να τους οδηγήσει στο να μην ανέχονται καμία παρατήρηση από τους προϊσταμένους τους.». Από το άρθρο των ερευνητών κοινωνιολόγων Stephane Beaud και Michel Pialoux «Εξεγέρσεις στις συνοικίες: Οι ταραχές στις πόλεις και η κοινωνική βία», που δημοσιεύθηκε στην «Ελευθεροτυπία» (02/09/2001) και  μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
[28] «Πώς να μην αναφερθεί κανείς στην ιστορία των γονέων τους; Στις δεκαετίες του '60 και του '70, η Πεζό τους αναζήτησε -νέους, αναλφάβητους και γεμάτους φυσική δύναμη- στις αγροτικές περιοχές του Μαρόκου ή της Τουρκίας. Τα παιδιά γνωρίζουν ότι οι γονείς τους βρίσκονταν πάντοτε στο κατώτερο επίπεδο της κοινωνίας. Είτε στο εργοστάσιο είτε έξω από αυτό, στα συγκροτήματα εργατικών κατοικιών (όπου συγκεντρώνονταν στα πιο «υποβαθμισμένα» τετράγωνα) ή στην κοινωνική ζωή, οι μετανάστες, θύματα πολιτικής χειραγώγησης, αντιμετωπίζονταν ως «άνθρωποι χωρίς δικαιώματα». Όμως, από τις συζητήσεις με τα παιδιά των μεταναστών, προκύπτει, πρώτα απ' όλα, η άρνησή τους να αναπαραγάγουν το παράδειγμα αυτών των γονέων που υπέστησαν υπερεκμετάλλευση, κοινωνική κακομεταχείριση, «πολύπλευρη καταδυνάστευση» στη Γαλλία και αλλού (στον αραβικό κόσμο, σε παγκόσμιο επίπεδο) και την οποία πάντοτε ανέχονταν χωρίς αντίσταση.Η προοπτική αυτή τους προκαλεί τρόμο και από εκεί πηγάζει η πρόθεσή τους να εκδικηθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο για την κοινωνική τιμή των γονέων τους, η οποία καταπατούνταν για πάρα πολύν καιρό από τους «Λευκούς» (όπως ονομάζουν ορισμένοι τους «Γάλλους»).» ο.π.
   Βλ. επίσης: «‘Η οικογένεια δεν αποτελεί απλώς το μέσο για την είσπραξη επιδομάτων, αλλά είναι και ένας τρόπος άσκησης εξουσίας’, δήλωνε ο Σαρκοζί στη διάρκεια των μεγαλύτερων εμπρησμών, απειλώντας να κόψει τις παροχές του Ταμείου Οικογενειακών Επιδομάτων (CAF) στις οικογένειες, των οποίων τα βλαστάρια θα τραβούσαν την προσοχή. Το κάλεσμα για την αποκατάσταση της πατριαρχικής εξουσίας, ακόμα κι αν συγκινούσε τον μέσο Γάλλο που είναι προσκολημένος στην φιγούρα του Πατέρα (οι Ναπολέων, Ντε Γκωλ, Πετέν στήριξαν την εξουσία τους εκεί πάνω), είχε λίγε πιθανότητες να λειτουργήσει στις οικογένειες των μεταναστών. Σε αυτές η εικόνα του πατέρα είναι μεν παραδοσιακά ισχυρή στις χώρες προέλευσης, αλλά εδώ έχει φθαρεί αρκετά: ο πατέρας είναι εγκλωβισμένος στις πιο σκληρές και απωθητικές δουλειές, συχνά ταπεινωμένος από τον ρατσισμό και τέλος, όλο και συχνότερα εγκλωβισμένος στην αδυναμία του να θρέψει την οικογένεια του με άλλα μέσα πέρα από το επίδομα ανεργίας ή το Κατώτατο Εισόδημα Ένταξης (RMI), αφημένος στο έλεος της Δημόσιας Διοίκησης. Ο πατέρας δεν έχει απαραίτητα τον ρόλο του καλού. Κι επιπλέον, δε θυμίζει καθόλου στα παιδιά του πως η πρώτη γενιά (μεταναστών) είχε μάθει μέσα σε δύσκολες συνθήκες να κερδίζει την αξιοπρέπεια της με τους αγώνες της. Το χάσμα μεταξύ των γενεών εντοπίζεται και εκεί.», από  Alessi Dell’Umbria, «Racaille: Αν αυτοί είναι αποβράσματα… τότε είμαι κι εγώ. Εξεγέρσεις στα γκέτο των γαλλικών μητροπόλεων», σελ. 29-30
[29] «Ο Καρίμ μάλλον ήταν κακό παιδί, δεν μπορούν όλοι να είναι πολεοδόμοι, καθηγητές ή μεσαία στελέχη. Δεν υπάρχουν ηλίθιοι άνθρωποι, μόνο ηλίθιες δουλειές. Άλλωστε, για να υπάρχουν "πλούσιοι" ή "μεσοαστοί", τίποτα δεν είναι πιο αναγκαίο απ' τους φτωχούς. Όσο αναγκαίοι κι αν είναι όμως, οι φτωχοί δεν είναι πάντα πεισμένοι ότι το φυσιολογικό είναι να παραμείνουν κιόλας φτωχοί. Ακριβώς σε αυτό το σημείο μπορεί να εκτιμήσει κανείς την απώλεια της επιρροής της αριστεράς στα προάστια. Μερικοί μάλιστα εκεί έχουν τη γελοία φιλοδοξία να πλουτίσουν. Αν δούμε επί τροχάδην ποια μέσα διαθέτουν για να το καταφέρουν αυτό, είναι σχεδόν φυσιολογικό οι πιο έξυπνοι να αποφεύγουν εξαρχής τις λιγότερο ρεαλιστικές λύσεις: τη δουλειά, τον τζόγο, το ποδόσφαιρο ή τη μουσική». Σχόλιο ενός αναγνώστη στο Indymedia Grenoble για την δολοφονία από αστυνομικά πυρά ενός 27χρονου (Καριμ) καταζητούμενου για ληστείες και τις ταραχές που ακολούθησαν στο προάστιο, τον Ιούλιο του 2010.
[30] «Μια χαρά η φυλακή. Εκεί μαθαίνεις τα πάντα, είναι το σχολείο του εγκλήματος. Παίρνεις τα τηλέφωνα όλου του κόσμου. Μπαίνεις μικρός κακοποιός και βγαίνεις μεγάλος, μπαίνεις για μικροεμπόριο φούντας και βγαίνεις με ντοκτορά στις απάτες» λόγια ενός νέου από τα προάστια στο ντοκιμαντέρ του Εξάντα «Paris 2005», βλ. http://exandas.ert.gr/old/archive/paris/newsletter.asp

[31] «‘Η Γαλλία έχει δύο πρόσωπα: Αυτό που δείχνει σε σας, με τα ωραία προάστια το Σανς Ελιζέ, τα μνημεία, τα αξιοθέατα… Πριν από δύο μήνες νομίζατε, ότι έτσι είναι η Γαλλία, νομίζατε ότι όλα είναι καλά. Ε, δεν είναι αυτό η Γαλλία… Η Γαλλία είναι τα δύσκολα προάστια, η μιζέρια…’, λέει ο νεαρός Αζίζ που κατοικεί στο Cite de l' Europe», «κάποιος που τον λένε Ζαν Μαρκ δεν μπορεί να νιώσει αυτό που νοιώθω εγώ ο Αζιζ. Στην Γαλλία εγώ κι αυτός δεν αισθανόμαστε τα ίδια πράγματα κι αυτό είναι τραγικό» ο.π.
[32] Αυτό συνέβη σε μαζικό επίπεδο τουλάχιστον δυο φορές: στις 8 Μαρτίου 2005 σε μαθητική πορεία, βλ. http://libcom.org/library/school-occupations-and-attacks-on-student-demonstration-in-paris-2005 και στις 23 Μαρτίου του 2006 σε διαδήλωση για την απόσυρση του CPE, βλ και μια μαρτυρία διαδηλωτή στο. «Παιδιά της Γαλαρίας» τεύχος 12-13 «Αφιέρωμα στους αγώνες του νεανικού προλεταριάτου στην Γαλλία το φθινόπωρο του 2005 και την άνοιξη του 2006», σελ.66. Ειδικά για την πρώτη περίπτωση, εκφράστηκαν μαρτυρίες/απόψεις ότι υπήρξε οργανωμένο σχέδιο της αστυνομίας με στόχο, μέσω της καθοδηγούμενης δράσης των συμμοριών, το χτύπημα του μαθητικού κινήματος.
[33] βλ. Alessi Dell’Umbria, «Racaille: Αν αυτοί είναι αποβράσματα… τότε είμαι κι εγώ. Εξεγέρσεις στα γκέτο των γαλλικών μητροπόλεων», σελ.19- 20
[34] βλ. Συνέντευξη μιας Γαλλίδας ηλικιωμένης κατοίκου ενός παρισινού προαστίου, που έχει ληστευθεί και χτυπηθεί αρκετές φορές, στο ντοκιμαντέρ του Εξάντα «Paris 2005».
[35] «Δεν τους καταλαβαίνω όταν καίνε τα αμάξια, μα από την άλλη τους καταλαβαίνω κιόλας. Υπάρχει μια εξέγερση, υπάρχει μίσος, δεν είναι νορμάλ να βλέπουμε 30αρηδες πτυχιούχους άνεργους», αναφέρει μια ενήλικη κάτοικος παρισινού προαστίου, ο.π. «‘Σήμερα, στις Σιτέ, ακόμα και τα εξάχρονα ξέρουν τον Σαρκοζί’, λέει η Σαμίρα, μια νεαρή μητέρα από το Κλισί-σου-Μπουά, που είδε και αυτή, όπως και πολλοί γείτονές της, το αυτοκίνητό της στις φλόγες. ‘Πόσο σας πειράζει που τώρα θα 'χει ποδαρόδρομο’; Σε αντίθεση με τις αντιδράσεις γενικής αγανάκτησης των κατοίκων, η Σαμίρα ισιώνοντας διακριτικά τη μαντίλα της, τολμά: ‘Να σας πω, δεν χάρηκα, σκέφτηκα όμως ότι εάν είναι ο μόνος τρόπος για ν' ακουστούν τα μικρά, πάει χαλάλι. Αυτοκίνητο θα πάρω άλλο’». Από το άρθρο «Tο... ραπ των ταραχών», εφημερίδα «Τα Νέα», 12/11/2005
[36] Στο ντοκιμαντέρ του Εξάντα «Paris  2005» ένας έγχρωμος έφηβος από Παρισινό προάστιο αναφέρει πώς έχει πέσει θύμα ληστείας από μια συμμορία.
[37] Π.χ. στην ταινία «Μίσος» περιγράφονται οι αντιδράσεις νέων που καίγονται αυτοκίνητα τους ή χώροι που χρησιμοποιούν που από την μια νευριάζουν με τους δράστες αλλά από την άλλη καταλαβαίνουν γιατί γίνονται.
[38] βλ. Alessi Dell’Umbria, «Racaille: Αν αυτοί είναι αποβράσματα… τότε είμαι κι εγώ. Εξεγέρσεις στα γκέτο των γαλλικών μητροπόλεων», σελ.77
[39] «‘Και εγώ μεγάλωσα σε ένα προάστιο σαν αυτά που γίνονται τα επεισόδια. Και δεν είμαι απόβρασμα!’... Τάδε έφη Λιλιάν Τουράμ, επιφανής Γάλλος ποδοσφαιριστής, γιος μεταναστών από τη Γουαδελούπη. ‘Κανείς δεν προσπαθεί να δει ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα. Έχει γίνει ζήτημα η ασφάλεια αλλά κανείς δεν ψάχνει έναν τρόπο να δώσει στον κόσμο δουλειά. Προτού αρχίσουμε να μιλάμε για ασφάλεια, πρέπει να μιλήσουμε για κοινωνική δικαιοσύνη. Ο κόσμος δεν έχει δουλειά’», από εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», βλ. φύλλα 10/11 και 11/11/2005.
[40] Πολλοί δήμαρχοι εργατικών περιοχών άλλωστε άνηκαν στην αριστερά, στην ατζέντα των οποίων δέσποζε ως κεντρικό ζήτημα η καταπολέμηση της νεανικής εγκληματικότητας.
[41] Ακόμα και οι ελάχιστες ακροαριστερές φωνές αλληλεγγύης προς τους νεαρούς προλετάριους των προαστίων, όπως αυτή του τροτσκιστικού κόμματος LCR (Κομμουνιστική Επαναστατική Λίγκα) ή ελευθεριακών οργανώσεων, φρόντιζαν να τους επισημάνουν ότι «κάνουν λάθος στους στόχους, όταν καίνε τα αυτοκίνητα των κατοίκων, τα σχολεία, τα γυμνάσια, τα βρεφοκομεία».
[42] Όπως ήταν μια πρωτοχρονιάτικη συγκέντρωση 200 ατόμων έξω από τις φυλακές La Santé του Παρισιού, στις 31 Δεκέμβρη 2005 βλ. στο site http://rioter.info/ άρθρο «Μετά τις ταραχές των παρισινών προαστίων» της ομάδας «Mouvement Communiste»
[43] Αν κι όπως αποδείχθηκε λίγους μήνες αργότερα, στις κινητοποιήσεις ενάντια στο CPE, η σχέση μεταξύ «προαστίων» και «φοιτητών» ήταν περισσότερο καχύποπτη και ανταγωνιστική, παρά συμμαχική, γεγονός που φαίνεται να αλλάζει στις κινητοποιήσεις ενάντια στην μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος το φθινόπωρο του 2010.
[44]  Όταν η γαλλική αστυνομία έσφαζε Αλγερινούς διαδηλωτές στους δρόμους του Παρισιού τον Οκτώβριο του 1961, η αριστερά δεν αντέδρασε, αντίθετα αντέδρασε με διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων Γάλλων όταν οι ίδιες μέθοδοι άγριας καταστολής ασκήθηκαν εναντίον της λίγους μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1962, στο μετρό της Charonne, στο μετρό της Charonne, όπου σκοτώθηκαν από τις δυνάμεις καταστολής 9 διαδηλωτές, μέλη του ΚΚΓ, βλ. Alessi Dell’Umbria, «Racaille: Αν αυτοί είναι αποβράσματα… τότε είμαι κι εγώ. Εξεγέρσεις στα γκέτο των γαλλικών μητροπόλεων», σελ. 64-65.

[45] Λόγια ενός νέου από προάστιο του Παρισιού στο ντοκιμαντέρ του Εξάντα «Paris 2005».
[46] Αυτό το γεγονός μάλλον αντιστοιχεί σε αυτό που οι αριστερές οργανώσεις θα ονόμαζαν «απόκτηση ταξικής συνείδησης», αν μπορούσαν να αντιληφθούν τις σύγχρονες συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργείται η ταξική συνείδηση, ως ένα δυναμικό φαινόμενο-αποτέλεσμα της ταξικής πάλης κι όχι ως μια συμπαγή πολιτική/ιδεολογική συνείδηση που έρχεται με εξωτερικό τρόπο ως «άγιο πνεύμα» στους «άθλιους των Παρισίων»…
[47] «Για να δούνε! Σήμερα γιατί ασχολούνται όλοι με τα προάστια; Γιατί κάψαμε!», από το ντοκιμαντέρ του Εξάντα «Paris 2005»
[48] «Οι Γάλλοι δημοσιογράφοι δεν είναι ευπρόσδεκτοι, λένε μαλακίες, χειραγωγούν την κοινή γνώμη. Τα γαλλικά μέσα μας εκμεταλλεύονται, χάρη σε εσάς έγιναν γνωστά αυτά. Τα γαλλικά μέσα ούτε παραέξω από το 93 (σ.σ. προάστιο του Παρισιού) δεν θα το είχαν βγάλει», «Παντού γύρω σου βλέπεις μαύρους και στην TV είναι μόνο λευκοί» ο.π. Ουσιαστικά η επιθετική στάση τους απέναντι στους γάλλους δημοσιογράφους και η θετική απέναντι στους αντίστοιχους ξένους, καταδεικνύει ότι θεωρούν τα γαλλικά ΜΜΕ τους κύριους υπεύθυνους που παραμένουν «αόρατοι», ενώ στα ξένα ΜΜΕ αναγνωρίζουν έναν θεσμό που τους βοηθάει να γίνουν ορατοί.
[49] Αυτού του είδους η νοοτροπία αντανακλά ένα διαδεδομένο είδος νεολαιίστικης μουσικής του δρόμου, το «battle rap», όταν δηλαδή δυο τραγουδιστές της rap αυτοσχεδιάζουν, φαινομενικά με το να «τσακώνονται» και να απαντάει ο ένας στον άλλον, αλλά ουσιαστικά αυτοπαρουσιάζονται στο κοινό και ενισχύουν την ατομική τους ταυτότητα, ενώ το κοινό κρίνει στο τέλος ποιος ήταν ο πιο «ετοιμόλογος»
[50] «Εμείς σαν νέοι δεν ξέρουμε τίποτα πέρα από τις cité μας. Δεν μας παρότρυναν να ψάξουμε παρά πέρα», και  «Είμαι στο Κονγκό, στην Αφρική όταν είμαι σπίτι. Κι όταν βγαίνω έξω δεν ξέρω που βρίσκομαι, δεν έχω σημείο αναφοράς», από το ντοκιμαντέρ του Εξάντα «Paris 2005». Αυτή η σύνδεση με τα προάστια αντανακλάται επίσης σε διάφορες δραστηριότητες τις hip-hop κουλτούρας, όπως το graffity (μέσω του οποίου «χρωματίζουν» και γίνονται γνωστοί στον τόπο δραστηριοποίησης τους) και ο χορός breakdance (μέσω του οποίου συνδέονται με το έδαφος, γύρω από ένα ηχοσύστημα που συμβολίζει την Αφρική και τον beat – ρυθμό της καρδιάς που εξαπλώνει στα μέρη που καλύπτει).
[51] «Για να κερδίσουμε λεφτά. Γιατί δεν υπάρχει δουλειά και κερδίζουμε έτσι την ζωή μας. Αυτή είναι η λύση μας για να τα βγάλουμε πέρα. Έχουμε μόνο τα ναρκωτικά», ο.π.
[52] «Από τους 10.000 οι 20 θα πουλάνε. Είμαι τυχερός. Πολλοί θα ήθελαν την θέση μου. Πουλάω ναρκωτικά 8 χρόνια τώρα, κατάφερα κι επιβλήθηκα αυτά τα 8 χρόνια, κατέκτησα τις περιοχές, είναι σα μια επιχείρηση» ό.π
[53] «Αυτός επιτίθεται στην υπόγεια οικονομία μας, εμείς στην δικιά του. Ο καθένας την οικονομία του», ο.π.
[54] Πέρα από κάποιες, μειοψηφικές μάλλον, φωνές που εξέφραζαν μια συνολική επαναστατική απόρριψη του καπιταλιστικού συστήματος, όπως αυτή που εκφράζεται στο παρακάτω κείμενο «μαχητών - ταραξιών του 93» (93=προάστιο του Παρισιού): «Η εξέγερση λυσσομανά, το αντάρτικο πόλεων εξαπλώθηκε σε όλες τις συνοικίες. Οι αιτίες βρίσκονται στην κοινωνική αδικία και στην καθημερινή βία: διακρίσεις, περιθωριοποίηση ανυπόφορες συνθήκες ζωής. Σήμερα είναι πια πολύ αργά για τους "μεγάλους μας δούκες" να πάρουν νέα μέτρα, για να κάνουν πιο υποφερτές τις συνθήκες ζωής στις συνοικίες μας, που ούτως ή άλλως δεν ήταν ποτέ ανθρώπινες ούτε ποτέ θα γίνουν. Δεν θέλουμε πια τον διάλογο, αρκετά κοροϊδέψατε με τα λόγια τους πατεράδες και τις οικογένειές μας. Ο διάλογος έχει πάψει μια για πάντα, μην προσπαθείτε να μας αποκοιμίσετε. ΜΗΝ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΤΕ, επειδή βάζετε τους ιμάμηδες και τα φερέφωνα που έχετε μετατρέψει σε όργανά σας να εκδίδουν εκκλήσεις για ηρεμία. Δεν έχουμε όπλα μαζικής καταστροφής, μόνο μερικά αυτοσχέδια εκρηκτικά, δεν έχουμε βομβαρδιστικά, έχουμε μόνο τις τσέπες μας� Τρέμετε όμως μικροί βαρόνοι του Νεϊγί1! Σήμερα είμαστε στις συνοικίες μας, σε λίγες μέρες θα είμαστε στην πόρτα του σπιτιού σας!Η μάχη που ξεκινάει είναι μακρά και δίκαιη. Είμαστε δημιούργημα της κοινωνίας, κι αυτό δείχνει ότι ο πολιτισμός σας βαδίζει στο χαμό. Δεν έχουμε τίποτε πια να χάσουμε, θα προτιμήσουμε να πνιγούμε μέσα στο αίμα, παρά μέσα στα σκατά».
[55] «Πάμε για σκι. Εκεί είναι μόνο λευκοί. Δίνουμε ψεύτικα ονόματα για να νοικιάσουμε», «Πάω στο Παρίσι, βλέπουν στις πινακίδες το ‘93’ και με σταματάνε» από το ντοκιμαντέρ του Εξάντα «Paris 2005»
[56] «Είμαστε Γάλλοι. Είμαστε Γάλλοι. Στις ταυτότητες. Υπάρχουν δυο Γάλλοι, οι λευκοί κι εμείς, οι μαύροι κι οι άραβες. Εμείς είμαστε δεύτερης κατηγορίας Γάλλοι», ο.π.
[57] «Δεν νοιώθω Γάλλος. Όποτε ψάχνω για δουλειά μου υπενθυμίζουν πως είμαι Μαροκινός», ο.π.
[58] ο.π.
[59] Οι κύριες ερευνητικές πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για την μελέτη του συγκεκριμένου επεισοδίου είναι: «Δοκιμή» (αναρχική εβδομαδιαία εφημερίδα της εποχής), τεύχος 26 Δεκέμβρη 1985,
Αναρχική Αρχειοθήκη: «Πολυτεχνείο 1985, Αυτές οι νύχτες είναι του Μιχάλη…», Νοέμβριος 2005, Σχολιαστής», τεύχος 27, Ιούνιος 1985 (υπάρχει και στην διεύθυνση http://katalipsiesiea.blogspot.com/2009/10/1.html).